Κορυφαίου σκεπτικού αποφάσεις

Κορυφαίου σκεπτικού αποφάσεις

Κρατικός Λειτουργός με βαθιά γνώση των νόμων και του Συντάγματος, με ευρύτατη παιδεία και κοινωνική μόρφωση, με συναισθηματική 
σταθερότητα, νηφαλιότητα και ανεξαρτησία, με αμεροληψία και αντικειμενικότητα, με κριτική και δημιουργική σκέψη, με ικανότητα σύνθεσης 
και οργάνωσης των πληροφοριών, με σταθερή προσήλωση στους νόμους και το Σύνταγμα. Με έναν λόγο: ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ειρηνοδικείο Αθηνών 2045/2014

Κατά το αρθρ. 623 Κ.Πολ.Δ, κατά την ειδική διαδικασία των αρθρ. 624 έως 634 ΚΠολΔ μπορεί, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη (όπως το τελευταίο εδ. προστέθηκε με το αρθρ. 13 του Ν. 4055/2012).

Οι διατάξεις βέβαια των άρθρων 624-634, όπου παραπέμπει το παραπάνω άρθρο, όπως και του ίδιου του άρθρου, απηχούν αντιλήψεις του 1953, όταν εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο θεσμός της έκδοσης διαταγής πληρωμής, με το ν.δ 2629/53, και έχουν υπόψη τους τα αξιόγραφα υπό στενή έννοια. Για το λόγο αυτό, παρά τις επουσιώδεις αλλαγές, που δέχτηκαν, εξακολουθούν να είναι «ελλιπή», «μη ικανοποιητικά», «αποσπασματικά», που εκφράζοντας παρωχημένες απόψεις, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις σύγχρονες ανάγκες και να δώσουν λύση. Για να αποδεικνύονται, εξάλλου, οι απαιτήσεις και το οφειλόμενο ποσό, για το οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, από «ιδιωτικό έγγραφο», όπως ορίζει το άρθρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 432, 443, 445, 447, 448 ΚΠολΔ, παρά τις επουσιώδεις αλλαγές, που δέχτηκαν πρόσφατα, με το Ν. 3994/2011 (βλ. αρθρ. 444, 448), υπέρ του εκδότη του εγγράφου, θα πρέπει να προσκομίζονται από τον αντίδικό του και όχι από τον ίδιο. Αυτή η συνθήκη, όμως, δεν ισχύει, στην περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής, που αιτείται Πιστωτικό ίδρυμα. Το αιτούν, που επιδιώκει την έκδοση διαταγής πληρωμής, για απαίτηση κατά του αντισυμβαλλομένου του, από σύμβαση δανείου και αλληλόχρεο λογαριασμό, προσκομίζει το ίδιο, αντίγραφα των εγγραφών από τα βιβλία του. Στην περίπτωση αυτή, όμως, κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τίποτε. Έτσι, από το συνδυασμό των προσκομιζόμενων εγγράφων, αποδεικνύεται μόνο η αρχική απαίτηση του αιτούντος και η αιτία αυτής, αλλά όχι το πράγματι οφειλόμενο από τον οφειλέτη ποσό, κατά την χρονική στιγμή, που ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής. Ο λόγος είναι απλός: Κανείς δεν είναι σχετικός με το τραπεζικό σύστημα, ούτε οι αντισυμβαλλόμενοι του πιστωτικού ιδρύματος, ούτε οι δικαστές. Το πρόβλημα επιτείνεται, γιατί η σύμβαση, εκ της οποίας προκύπτει το χρεωστικό υπόλοιπο, έχει λειτουργήσει για ικανό χρονικό διάστημα, στο ποσό του υπολοίπου οφειλόμενου κεφαλαίου έχουν ενσωματωθεί, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τόκοι, χρεωλύσια, τόκοι υπερημερίας, έξοδα, ενώ για λογιστική παρακολούθηση τα κονδύλια σπάνε σε μικρότερα τμήματα και χωρεί ανατοκισμός. Το κυριότερο, πρόβλημα, ωστόσο, προκύπτει, διότι το αιτούν πιστωτικό ίδρυμα, κατά την κατάθεση της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, καθιερώθηκε νομολογιακά και μόνο, κατ αντίθεση με ότι ορίζεται στο νόμο, να μη υποχρεούται, να αναφέρει τον τρόπο, κατά τον οποίο υπολογίστηκε το τελικό κατάλοιπο, που καθίσταται απαιτητό, όπως και το υπόλοιπο των τόκων, που επίσης καθίστανται απαιτητοί και προστίθενται στο υπόλοιπο κεφαλαίου. Θέμα το οποίο έθιξαν κατά καιρούς διάφορες δικαστικές αποφάσεις. Ετσι, όμως, κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τίποτε. Το ποσό, που φέρεται, να οφείλεται, κατά τη στιγμή της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, προκύπτει μεν, από πρόσφατες εγγραφές του αιτούντα πιστωτικού ιδρύματος, όχι, όμως, ως απόλυτα πραγματικό και νόμιμο, αλλά ΜΟΝΟ ΩΣ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ, ΜΗ ΕΛΕΓΞΙΜΟ ΜΕΓΕΘΟΣ. Διότι, στις εγγραφές αυτές και τον τρόπο υπολογισμού, κανείς άλλος, ούτε είχε, ούτε έχει πρόσβαση, εκτός από το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, γεγονός που ενέχει κίνδυνο «αυθαιρεσίας» και του πιο καλοπροαίρετου, εξαιτίας μη ελέγχου. Οι δε δανειολήπτες, που κατά καιρούς ενημερώνονται με έγγραφα από τους πιστοδοτικούς οργανισμούς, όχι μόνο είναι αμελείς, αλλά μη μπορώντας να ελέγξουν την διαμόρφωση των ποσών, γίνονται περισσότερο αμελείς. Συνεπώς, το διαμορφωμένο ποσό προκύπτει μεν ως απαιτητό, αλλά όχι ως πραγματικό και νόμιμο, αλλά ανέλεγκτο, με επιπλέον δυσκολία την ταχύτητα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, το ευσύνοπτο και το περιορισμένο της αιτιολογίας της. Έρχεται, στη συνέχεια το αρθρ. 629 του κώδικα, να επιτείνει το υπαρκτό πρόβλημα. Γιατί, σύμφωνα με τις προσταγές του, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος, να δεχτεί την αίτηση, μόνο, όμως, ως προς το μέρος που, κατά την κρίση του, είναι «νομικά» και «πραγματικά» βάσιμο. Στην περίπτωση αυτή, το πρόβλημα καλύφθηκε, όπως- όπως, με τον όρο περί πλασματικής ομολογίας, του χρεωστικού καταλοίπου, εκ μέρους του οφειλέτη, που δεν αντιδρά μέσα σε ορισμένο από τη σύμβαση χρόνο. Η ελευθερία του θεσμού της σύμβασης και των διαμορφωμένων όρων της, όμως, είναι ανεπίτρεπτη εξίσου, όταν τείνει σε κατάχρηση σε βάρος ενός των συμβαλλομένων μερών και των προστατευμένων δικαιωμάτων του. Γιατί, για να αναγνωρίσει κάποιος συγκεκριμένο ποσό, ως ορθό, πρέπει να γνωρίζει πως διαμορφώθηκε αυτό. Αν δεν το γνωρίζει, τι αναγνωρίζει; Τι αποδέχεται; Κατά ποιόν τρόπο μπορεί να προβάλλει ενστάσεις; Γίνεται φανερό, συνεπώς, ότι η νομολογία, κλείνοντας τα μάτια σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, που δεν μπορούσε να ελέγξει, όπως και κανείς άλλος, προχώρησε μέχρι στιγμής, λόγω αδυναμίας, «CONTRA LEGEM». Eτσι, ο δικαστής είναι αναγκασμένος ή να παρανομήσει, μη ακολουθώντας τις διατάξεις του άρθρου και να εκδώσει τη διαταγή πληρωμής για το αιτούμενο ποσό, που δεν μπορεί να ελέγξει, ή να παρανομήσει απορρίπτοντας την αίτηση. Γίνεται φανερό, ότι σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν πράττει δίκαια. Όπως γίνεται φανερό, ότι αυτή η πρακτική επιτείνει την ανασφάλεια των συναλλακτικών σχέσεων και δημιουργεί εικόνα μη εφαρμογής του δικαίου. Το νομικά και πραγματικά βάσιμο, δεν είναι δυνατόν, να ελεγχθεί, από το δικαστή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων και όσον αφορά δάνεια, που λειτούργησαν για μικρό χρόνο, ενέχουν απλές εγγραφές και καθαρότητα τους (γεγονός σπάνιο). Τέλος, στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, παρά τις προσταγές του νόμου, για προσκόμιση όλων των εγγράφων, εκ των οποίων να προκύπτει το αιτούμενο ποσό, όχι μόνο ως πραγματικό, αλλά και ως νόμιμο μέγεθος, τα έγγραφα δεν προσκομίζονται και όσα προσκομίζονται δεν είναι αρκετά. Αποτέλεσμα όλων αυτών, αλλά και της φρενίτιδας του δανεισμού, που συνετέλεσε σε έξαρση και μεγέθυνση του προβλήματος, είναι να γίνονται δεκτές αιτήσεις, να εκδίδονται διαταγές πληρωμής ανέλεγκτα, για το όποιο αιτούμενο ποσό, να γίνονται στη συνέχεια δεκτές αόριστες ανακοπές, εφόσον το πρόβλημα εκκινεί εξαρχής, από την αδυναμία ελέγχου των δικαστηρίων, ως προς το πράγματι «νόμιμο» και «βάσιμο» του οφειλόμενου ποσού και παρά τις προσπάθειες του νομοθέτη στην εξεύρεση μιας κάποιας λύσης, να μη παρέχεται λύση. Η λύση θα μπορούσε, να ήταν απλή: Διαταγή πληρωμής να εκδίδεται για το καθαρό υπόλοιπο του κεφαλαίου, όπως προκύπτει από τις καταβολές κι εφόσον οι τόκοι, μπορούν, να ληφθούν από το πιστωτικό ίδρυμα κι αυτοτελώς, η λήψη να γίνεται σε μετέπειτα στάδιο, με αγωγή ή να προσκομίζει η τράπεζα αναλυτικά τον τρόπο, με τον οποίο υπολόγισε το σύνολο του ποσού. Η συνέχιση αυτής της πρακτικής στον ίδιο καμβά, δεν αποτελεί λύση, ούτε για τους δανειολήπτες, ούτε, όμως, για τα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ το πρόβλημα διογκώνεται μέρα με τη μέρα, έχοντας γίνει απειλητική χιονοστιβάδα κι είναι φανερό, πως απαιτείται λύση, γιατί οι μέθοδοι, που χρησιμοποιούμε, δεν είναι πρόσφορες. Είναι μεν σαφές, ότι υπάρχει χρηματική απαίτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, που πρέπει, να λάβουν από τους δανειολήπτες, αλλά είναι εξίσου σαφές, ότι η απαίτηση δεν μπορεί, να διογκώνεται και διαμορφώνεται με «αυθαίρετες εγγραφές» εκ μέρους των τελευταίων, εφόσον δεν αιτιολογούν αυτές, σε καμία χρονική στιγμή και πράττοντας έτσι, πράττουν κατά κατάχρηση δικαιώματος.
Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, στην περίπτωση που ο ανακόπτων προσβάλλει είτε κάποια εγγραφή των βιβλίων του τραπεζικού ιδρύματος, είτε και κυρίως το χρεωστικό κατάλοιπο του λογαριασμού, όπως διαμορφώθηκε και για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού του, υποστηρίζοντας ότι το κατάλοιπο θα έπρεπε να ανέρχεται σε άλλο ποσό, που ορίζει, ορθά ή μη, το πιστοδοτικό ίδρυμα και καθ ου η ανακοπή είναι υπόχρεο, να εξηγήσει επακριβώς τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο υπολογίστηκε και διαμορφώθηκε το κατάλοιπο, για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Κανείς άλλος δεν έχει την ευχέρεια, να το πράξει ή να το υπολογίσει. Σε αντίθετη περίπτωση δεν υπάρχει ευχέρεια, να προκύψει το αιτούμενο χρεωστικό κατάλοιπο, ως σαφές, πραγματικό και οφειλόμενο ποσό, με αποτέλεσμα, να πρέπει, να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τα αρθρ. 623 επ ΚΠολΔ. Η άρνηση του καθ ου στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν προκύπτει η διαμόρφωση του τελικού ποσού, να αναφέρει τον τρόπο, κατά τον οποίο το υπολόγισε και προκύπτει ως νόμιμο, αποτελεί κατάχρηση του δικαιώματός του, που συνετέλεσε σε έκδοση μη νόμιμης διαταγής πληρωμής, αφού δεν αποδεικνύεται το καθορισμένο ποσό της απαίτησης, Η δε αμφισβήτηση από τον ανακόπτοντα, του συγκεκριμένου ποσού του καταλοίπου, για το οποίο δεν προκύπτει ο υπολογισμός του και η διαμόρφωση του, δεν είναι αντίθετη σε προηγούμενη βούλησή του, αποδεικνύει, ότι δεν υπήρξε καμία αναγνώριση εκ μέρους του. Το αρθρ. 281 ΑΚ, άλλωστε, με βάση το οποίο απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (βλ. ΜΠρΠρεβ 117/2014 και την ΕφΑθ 5133/2010 και την ΑΠ 149/2013, Νόμος, που την αναιρεί), ενέχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης. Ως συνέπεια εμπίπτει σε αυτόν κάθε συμπεριφορά, που φαίνεται, να αντιτίθεται στην, επιβαλλόμενη από τις γενικές διατάξεις, ευθύτητα και εντιμότητα των συναλλαγών, εφόσον ο ασκών δικαίωμα καθ υπέρβαση, αυθαιρετεί και θίγει κατά τον τρόπο αυτό τα προστατευόμενα δικαιώματα του αντισυμβαλλόμενου του.

Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, αφού εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά της δανειοδότησής του, υποστηρίζει ο ανακόπτων ότι η καθ ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της, στη διαμόρφωση του καταλοίπου, βάσει του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ενώ με την από ………………. Εξώδικο δήλωσή του ζήτησε να λάβει ……………….., ήτοι Πως, όμως, έγινε ο τρόπος υπολογισμού και ποιο ήταν το ανεξόφλητο μέρος των τόκων, που προστέθηκαν, δεν βγαίνει άκρη, αν η καθ ης δεν αναφέρει επακριβώς, με ποιόν τρόπο έγιναν οι υπολογισμοί. Ηδη προκύπτει η διαφορά των εγγραφών των βιβλίων της καθ ης και κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο υπολογισμού, που συνετέλεσε στη διαφοροποίηση των εγγραφών. Εξ αυτών προκύπτει, ότι κανείς από τα έγγραφα αυτά, δεν μπορεί, να αντιληφθεί τον τρόπο, με τον οποίο υπολόγισε η καθ ης το χρέος του ανακόπτοντα, αλλά και ότι, όταν εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν προέκυπτε το ακριβές ποσό, που όφειλε ο ανακόπτων, ως πραγματικό και νόμιμο και συνεπώς κακώς εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Μετά, δε, από την ρητή άρνηση του ανακόπτοντα, για το προκύπτον ποσό του καταλοίπου, η καθ ης θα έπρεπε, να αναφέρει τον τρόπο, με τον οποίο έγινε ο υπολογισμός και προέκυψε το ποσό, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, αλλά δεν το έπραξε. Η συμπεριφορά αυτή της καθ ης, είναι καταχρηστική, εφόσον αφενός φαίνεται, να διαμόρφωσε αυθαίρετα το οφειλόμενο κατάλοιπο, του οποίου δεν προέκυπτε το ακριβές ύψος και αν ήταν πράγματι οφειλόμενο ή μη, αφετέρου αρνήθηκε, να προβεί έστω και εκ των υστέρων σε ανάλυση του τρόπου υπολογισμού του, συνεχίζοντας να συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και θα πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ανακοπής και ως βάσιμος στην ουσία του. Θα πρέπει, δε, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης και τη δυνατότητα να αποδειχτεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΕλλΔνη 38, 769- ΑΠ 1376/2008, Νόμος).

Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, να γίνει δεκτή η ανακοπή, εφόσον ένας τουλάχιστο λόγος της κρίθηκε βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί η καθ ης στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ανακόπτοντα κατ αθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει να αναφερθεί, δε, ως προς τη δαπάνη του ανακόπτοντα στην οποία πρέπει να καταδικαστεί η καθ ης, ότι εφόσον ο ανακόπτων, με βάση τις διατάξεις του ν. 3226/2004, περί νομικής βοήθειας σε πρόσωπα χαμηλού εισοδήματος, απαλλάχθηκε από την καταβολή των εξόδων, η καταβαλλόμενη από την καθ ης δικαστική δαπάνη και αποζημίωση της δικηγόρου του ανακόπτοντα επιδικάζεται μεν σε βάρος της καθ ης, αλλά υπέρ του Δημοσίου, που μπορεί να εισπράξει αυτά κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (αρθρ. 12 του ν. 3226/2004 και ΕφΑθ 6254/2012, ΕλλΔνη 2013, 744).

 

 

Ειρηνοδικείο Ακράτας 77/2014

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623ωκαι 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία η αποδοχή του οφειλέτη. Στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτησα και το ποσό αυτής. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει κατά το άρθρο 628 του ίδιου Κώδικα να μην εκδώσει, αν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 38. 769, ΑΠ 1451/2007 ΕλλΔνη 48. 1401). Έτσι, το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, αν από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που προσκομίσθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αλλά οφείλει αν δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει αυτή (ΑΠ 1408/1987 ΕΕΝ 1988.755), χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση, γιατί αντικείμενο της επί της ανακοπής δίκης είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης (ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.281, ΕφΠειρ 799/1999 ΕλλΔνη 41.494).

Περαιτέρω σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2286/28.1.1994 Π.Δ./ Τ.Ε., που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, σχετικά με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα – κατά κανόνα – ελεύθερα διαπραγματεύσιμα και το καθεστώς που ισχύει γι’ αυτά δε συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων, με μόνη εξαίρεση την από 1.8.1996 απαγόρευση καθορισμού επιτοκίων υπερημερίας κατά ποσοστό 2,5% υπεράνω του επιτοκίου ενήμερης οφειλής. Πράγματι, σκοπός της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα. Με την επιδίωξη όμως αυτή δε φαίνεται να συνάδει η πρόβλεψη ανωτάτων ορίων, που θα δημιουργούσαν λογικά τάση διαμόρφωσης επιτοκίων γύρω από τα όρια αυτά. Γι’ αυτό η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών επιτοκίων μόνο. Έτσι, τα τραπεζικά επιτόκια – ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού – δε μπορούν παρά να αντικατοπτρίζουν την αποδεκτή αναλογία – από πλευράς κοινωνικής ηθικής – μεταξύ παροχής της Τράπεζας και αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη, όταν διαμορφώνονται – όπως επιδιώκεται – σε επίπεδα κατώτερα των εξωτραπεζικών. Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν σαφή όρια ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας, που – παρά τον περιορισμό τους στις εξωτράπεζικές συναλλαγές – δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, όταν αυτές – παρά τις ανταγωνιστικές πιέσεις – διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Πραγματικά, οικονομικά κυρίως δεδομένα – όπως η ύπαρξη και η έκταση του πληθωρισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, οι οικονομικοί και άλλοι κίνδυνοι κλπ. – αποτελούν τις σαφέστερες ενδείξεις για το ποιο είναι το επιτρεπτό ύψος του – πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον – τόκου, σε κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες – που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων – δεν  επιδέχονται υπερβάσεις στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, που είναι μικρότερες σε έκταση και σημασία, δεν μπορούν – κατά μείζονα λόγο – να τις ανεχθούν στις τραπεζικές συναλλαγές. Συνεπώς, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά  «θεμιτά» όρια, δεν παύει να απογορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281) και είναι άκυρη ως προς το επιπλέον, σύμφωνα με τις ΑΚ 174 και 294. Η ακυρότητα δεν καλύπτεται ούτε με την καταβολή. Κατά τα λοιπά, η δικαιοπραξία παραμένει έγκυρη (ΑΚ 181). Οφειλόμενος τόκος θα είναι ο θεμιτός. Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να καθορίζει κάθε φορά συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), χωρίς όμως να καθορίζονται εκ των προτέρων κριτήρια ειδικά κι εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, επειδή αντίκειται στο άρθρο 2 § 7 περίπτωση ια’ του ν. 2251/1994. Η καταβολή των υπέρμετρων τόκων λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα και δεν εξαναγκάζεται η πληρωμή τους με αγωγή. Επομένως, η ενσωμάτωση υπέρμετρων τόκων στο κεφάλαιο που διατάσσεται να πληρωθεί καθιστά την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη και μη βέβαιη (βλ. σχετ. ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001. 1128, ΕφΑΘ 3562/2001. Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΜΠρΡοδ 23/2006. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 716/2005. Αρμ 2006. 1730, ΠΠρΛΘ 6774/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. Αλλιώς: Μιλτ. Σταθόπουλος, «Τραπεζικά επιτόκια», σε ΝοΒ 52.1705 επ., ΠΠρΑΘ 5479/2009, Αρμ 2010. 1680, βλ., και αντίθ. Α.Π. 652/2020, με το σκεπτικό της οποίας σε ότι αφορά την απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, δεν συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο, άλλωστε: η δεύτερη των ως άνω αποφάσεων δεν εξαφάνισε από το νομολογιακό στερέωμα την πρώτη).

Με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο που φέρεται να συμφωνήθηκε κατά την υπογραφή της επίδικης συμβάσεων και ανερχόταν τότε σε 15,95%, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975 ύψους 0,6% σε 16,55% ήταν τότε αλλά και κατά τη διάρκεια της συμβάσεως κατά πολύ υψηλότερο του τραπεζικού, επιβάλλεται δε τόκος υπερημερίας 2,5% ενώ ο εκ του νόμου επιβαλλόμενος τόκος υπερημερίας είναι 2%, ως εκ τούτου, η επιδικασθείσα απαίτηση της περιλαμβάνουσα ποσά τόκων υπολογισθέντα με παράνομα (αθέμιτα) επιτόκια δεν είναι νόμιμη, ούτε εκκαθαρισμένη και βεβαία, συνεπώς η ένδικη διαταγή και η κάτωθι αυτής επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθούν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται ως ορισμένος παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρει η ανακόπτουσα ορισμένα κονδύλια του λογαριασμού, αφού λόγω της αοριστίας της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή και της αντίστοιχης χρηματικής οφειλής της ανακόπτουσας, η τελευταία, είναι προφανές ότι αδυνατεί εκ τούτου να ελέγξει το ακριβές ύψος των κονδυλίων των εκατέρωθεν πιστοχρεώσεων και να αντιτάξει κατά τον τρόπο που επιζητεί η καθ’ ης η ανακοπή την άμυνά της. Είναι δε νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων, που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμούνται, αναλόγως με τη φύση τους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά (438 ΚΠολΔ) μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων )άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ – ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814, ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40.1019), από τα εκατέρωθεν συνομολούμενα κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, από τους ισχυρισμούς των πληρεξούσιων δικηγόρων, που ανέπτυξαν κατά την προφορική συζήτηση και με τις έγγραφες προτάσεις τους, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ – ΑΠ 1456/2996 ΑρχΝ 48.311), καθώς και την εν γένει διαδικασία, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στην Ακράτα Αχαΐας στις 21.10.204 η ανακόπτουσα υπέγραψε με την καθής η ανακοπή τράπεζα, σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας. Εν συνεχεία χορηγήθηκε από την καθ΄ης πίστωση μέσω της υπ’ αριθμ. ….. πιστωτικής κάρτας (VISA CARD), για την οποία τηρήθηκε ο με αριθμό …… λογαριασμός. Σύμφωνα με τον όρο 10 της σύμβασης συμφωνήθηκε, ότι η Τράπεζα θα αποστέλλει κάθε μήνα στον κάτοχο της κάρτας με απλό ταχυδρομείο λογαριασμούς, που θα εξάγονται από τα εμπορικά της βιβλία και αποτελούν ακριβή αντίγραφα αυτών των λογαριασμών πίστωσης, και ότι κάθε λογαριασμός θα εμφανίζει όλες τις συναλλαγές και χρεώσεις, χωριστά δηλ. όλες τις αναλήψεις μετρητών και χωριστά τις χρεώσεις από την χρήση της πιστωτικής κάρτας για αγορές, τις έναντι αυτών καταβολές, τους τόκους, φόρους, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις. Περαιτέρω στην παραπάνω σύμβαση ορίσθηκε με τον όρο 13.2 ότι το ύψος του επιτοκίου θα είναι κυμαινόμενο και καθορίσθηκε κατά την κατάρτιση της σε 15,95%, ενώ συμπεριλαμβανομένης σε αυτό της εισφοράς 0,60% του Ν 128/1975, ανήλθε σε 16,55%. Ορίσθηκε δε ότι οι μηνιαίοι (με το κατά τα παραπάνω οριζόμενα περιεχόμενο) λογαριασμοί θα αποτελούν πλήρη απόδειξη επιτρεπομένης της ανταποδείξεως. Για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκομίσθηκαν όλοι οι μηνιαίοι λογαριασμοί από την αρχή της σύμβασης μέχρι και την καταγγελία της. Η παραπάνω σύμβαση, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου αναμφισβήτητα αποτελεί σύμβαση προσχώρησης κατά την έννοια του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994, καθώς καταρτίσθηκε με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους από την καθ΄ης η ανακοπή Τράπεζας, χωρίς κανένα περιθώριο ατομικής – διαπραγμάτευσης από την ανακόπτουσα πελάτη – καταναλωτή και οι σχετικοί παραπάνω όροι αυτής αποτελούν ΓΟΣ (Γενικούς Όρους Συναλλαγών), λειτούργησε μεταξύ των μερών από την κατάρτιση της μέχρι την καταγγελία της στις 14-5-2013 με την επίδοση τηα από 15-4-2013 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας της καθ ης Τράπεζας, όπως προκύπτει από την με αριθμό 2433/14-5-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδεικείο Καλαβρύτων Παναγιώτας Γ, ανακόπτουσα καθης η διαταγή πληρωμής δεν ανταποκρίθηκε, ως οφειλέτης στις συμβατικές τις υποχρεώσεις από την προαναφερόμενη πιστωτική σύμβαση και έπαψε τις καταβολές. Στα πλαίσια λειτουργίας της παραπάνω σύμβασης προέκυψε, ότι ο υπολογισμός των τόκων από την καθ’ ης καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης έγινε με βάση το ελεύθερο κυμαινόμενο αυξημένο συμβατικό επιτόκιο, που υπερέβαινε το εξωτραπεζικό και ανήλθε μέχρι 20,95%, παρότι τα εξωτραπεζικά ήταν πάντοτε κατά πολύ μικρότερα και διαχρονικά κατά τη λειτουργία της σύμβασης είχαν καθολική πορεία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το χρονικό αυτό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης το εξωτραπεζικό επιτόκιο κυμάνθηκε κατά το χαμηλότερο ύψος του από 11-7-2012 μέχρι 7-5-2013 στο ποσό των 6,50% και κατά το υψηλότερο από 9-7-2008 μέχρι 7-10-2008 στο ποσό των 10,25%. Ενδεικτικά επίσης αναφέρεται, ‘ότι κατά τα τελευταία έτη λειτουργίας της σύμβασης, που ίσχυσε και το υψηλότερο εξωτραπεζικό επιτόκιο, αυτό ανήθε από 8-7-2008 σε 10%, από 9-7-2008 μέχρι 7-10-2008 σε 10,25%, από 8-10-2008 μέχρι 8-10-2008 σε 9,75%, από 9-10-2008 μέχρι 11-11-2008 σε 9,25%, από 12-11-2008 μέχρι 9-12-2008 σε 8,75%, από 10-12-2008 μέχρι 10-3-2009 σε 8%, από 11-3-2009 μέχρι 7-4-2009 σε 7,50%, από 8-4-2009 μέχρι 12-5-2009 σε 7,25% από 13-5-2009 μέχρι 12-4-2011 σε 6,75%, από 13-4-2011 μέχρι 12-7-2011 σε 7%, από 13-7-2011 μέχρι 8-11-2011 σε 7,25%, από 9-11-2011 μέχρι 12-12-2011 σε 7%, από 14-12-2011 μέχρι 10-7-2012 σε 6,75% και από 11-7-2012 μέχρι 7-5-2013 σε 6,50%.

Έτσι το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι από την κατάρτιση της σύμβασης και κατά τη διάρκεια αυτής αλλά και μετέπειτα αυτά (τα εξωτραπεζικά επιτόκια) είχαν καθοδικό χαρακτήρα και κυμάνθηκαν κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σύμβασης σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, κρίνει πράγματι καταχρηστικό το ύψος του επιτοκίου τοκισμού, καθώς τούτο καθιστά υπέρμετρα επαχθή την παροχή της δανειολήπτριας ανακόπτουσας. Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν τα δικαιώματά τους υπερβαίνοντας τα ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων τους. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά ιδρύματα) λόγω του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη κατά τις κρατούσες νομισματοπιστωτικές συνθήκες στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες της ελληνικής αγοράς και γενικότερο πνεύμα του δικαίου και της ηθικής νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν 2251/1994.

Μετά τις παραπάνω κατ’ άρθ. 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ και πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή.

Ως προς τις αιτιάσεις, που υπέβαλλε η καθ ης Τράπεζα σχετικά με αοριστία της ανακοπής γιατί σε αυτή δεν προσδιορίζεται το ποσό, που πρέπει να μειωθεί η απαίτηση κλπ, σημειώνεται ειδικότερα ότι:
Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο (παρ. 1 του άρθ. 624 του ΚΠολΔ) διαταγή πληρωμής δεν εκδίδεται «αν η απαίτηση εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων δεν είναι ορισμένο». Ειδικότερα κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης η απαίτηση α) δεν πρέπει να εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή», ήτοι δηλ. να είναι βέβαιη (‘όπως ακριβώς απαιτεί αντίστοιχα το άρθ. 915 του ΚΠολΔ στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης) και β) «το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται» να «είναι ορισμένο», ήτοι δηλ. η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη και η οφειλή αναμφισβήτητη ως προς το ύψος της – ποσότητα, όπως ακριβώς απαιτεί αντίστοιχα το άρθρο 916 του ΚΠολΔ στην διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, (βλ. για την παραπάνω διάκριση και ορθό παραλληλισμό Μιχαηλίδου Λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από τραπεζικό αλληλόχρεο λογαριασμό ΕΠολΔ 2009 σελ. 453 επ. και για διαφορές βεβαίου απαιτήσεως και εκκαθαρισμένου απαιτήσεως στα άρθ. 915 και 916 Μπρίνια: Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α άρθ. 916 σελ. 209, βλ. επί του άρθ. 916 Μπρίνια οπ. Σελ. 210. Φραγκίστα Μητσόπουλου ΝοΒ 20/441 επ, Οικονομόπουλου Δίκη 3/413). Το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης στο χώρο της διαταγής πληρωμής, αποτελούν δικονομικές ουσιαστικές προϋποθέσεις και λόγω της διατύπωσης τους στον ΚΠολΔ αρνητικές (βλ. για την φύση αυτών των προϋποθέσεων ως ουσιαστικών Παπαδάκη Διαταγή Πληρωμής εκδ. 2012 παρ. 9 σελ. 79, παρ 11 σελ. 84, Σκαλίδη ΕΕμπΔ 26/350-351, Πανταζόπουλο Η Ανακοπή Κατά Διαταγής Πληρωμής 2013 σελ. 186), καθώς αφορούν το «απαιτητό» της απαίτησης, που πρέπει να διαπιστώνεται κατά την έκδοση και για την έκδοση και να υπάρχει για την εγκυρότητα μιας διαταγής πληρωμής. Οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν είναι διαδικαστικές και δεν πρέπει «το ορισμένο των χρημάτων ή χρεογράφων» το εκκαθαρισμένο δηλ. της απαίτησης, που απαιτείται και τάσσεται με το επίμαχο άρθ. 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ να συγχέεται με «το ακριβές ποσό των χρημάτων», που απαιτείται να αναγράφεται και να υπάρχει για το νομότυπο της υποβολής ή άλλως το ορισμένο αυτής από πλευράς προσδιορισμού της απαίτησης, που απαιτείται κατ’ άρθ. 216 του ΚΠολΔ, και εντελώς διαφορετικό ζήτημα, αν η επιδιωκόμενη κατά ορισμένο τρόπο να καταψηφισθεί απαίτηση, πρέπει να επιδικασθεί). Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αναφέρονται στο παραδεκτό της αίτησης για έκδοση διαταγής ως επιτευκτής πράξης ούτε στην ειδική διαδικαστική προϋπόθεση της απαιτούμενης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, αλλά στην βασιμότητα του ειδικού δικονομικού αιτήματος (αρθ. 626 αρθμ. 2 β του ΚΠολΔ) να εκδοθεί δηλ. εξαιρετικά προς καταψήφιση της απαίτησης διαταγή πληρωμής αντί δικαστικής απόφασης (λειτουργώντας ανάλογα κατά τον ίδιο τρόπο, που λειτουργεί στην λήψη ασφαλιστικών μέτρων η προϋπόθεση ύπαρξης επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης). Έτσι αν η απαίτηση δεν προκύπτει βέβαιη ή εκκαθαρισμένη η αίτηση δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη αλλά ως δικονομικά αβάσιμα (βλ. για την έννοια του δικονομικού αβασίμου Μπέης Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη σελ. 209). Το μη βέβαιο και μη εκκαθαρισμένο της απαίτησης λειτουργεί ως πρόσθετος όρος της παραπάνω προϋπόθεσης για την έκδοση έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, που παρεμποδίζει, αν διαπιστωθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και οδηγεί σε απόρριψη λόγω δικονομικού αβασίμου. Τις προϋποθέσεις αυτές  (βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης) υποχρεούται πρωτίστως κατ’ άρθ. 628 Ι α του ΚΠολΔ να ελέγξει ο δικαστής, που καλείται να προβεί σε έκδοση διαταγής πληρωμής. Ωστόσο η ύπαρξη αυτών (καθότι αρνητικές, η διαπίστωση δηλ. ότι πρόκειται για μη βέβαιη ή μη εκκαθαρισμένη απαίτηση) είναι δυνατόν, όπως συμβαίνει ακόμη και με την έλλειψη της ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης για έγγραφη απόδειξη της απαίτησης (πχ. Επί προσβολής ως πλαστής της υπογραφής στα τιμολόγια από την μεριά καθ’ ου η διαταγή πληρωμής αγοραστή), να μην μπορεί να εξακριβωθεί κατά την έκδοση της διαταγής από τον δικαστή που εξέδωσε αυτή, αλλά να προκύπτει στα πλαίσια των προβαλλομένων λόγων ανακοπής από το πρόσθετο πραγματικό υλικό, που προσκομίζει επικαλείται και αποδεικνύει ο ανακόπτων- καθ’ ου η διαταγή πληρωμής. Έτσι ο τελευταίος μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγο και να αποδείξει πραγματικά περιστατικά ( των οποίων φέρει και το αντικειμενικό βάρος απόδειξης καθώς σε κύρια επί αγωγής δίκη οι σχετικοί ισχυρισμοί θεμελιώνουν διακωλυτικές καταχρηστικές ενστάσεις), τα οποία καθιστούν την απαίτηση μη βέβαιη ή μη εκκαθαρισμένη. Όπως πρόσθετη προ της κατάρτισης της σύμβασης ή μετά από αυτή συμφωνία, από την οποία προκύπτει ότι πχ η απαίτηση δεν είναι ληξιπρόθεσμη, γιατί συμφωνήθηκε η εξόφληση αυτής μετά από προθεσμία, την πάροδο δηλ. κάποιου χρονικού διαστήματος, που δεν έχει παρέλθει ή η εξάρτηση αυτής της υπό όρο, συμφωνίες, που καθιστούν την απαίτηση μη βέβαιη. Η επί εκδόσεως διαταγής πληρωμής από δανειακή σύμβαση η επίκληση και απόδειξη από τον ανακόπτοντα μερικής ακυρότητας της σύμβασης κατ’ άρθ. 174 και 180 του ΑΚ λόγω της αντίθεση της σε απαγορευτική διάταξη νόμου, ήτοι ακυρότητας ενός ή περισσοτέρων όρων αυτής, που εμποδίζουν κατά μέρος την γέννηση της απαίτησης, όπως επιδιώκεται να καταψηφισθεί, ώστε να καθίσταται αυτή μη εκκαθαρισμένη (όπως τοκισμού μιας οποιαδήποτε απαίτησης με επιτόκιο μεγαλύτερο του νόμιμου, ανατοκισμού αυτής ή ανατοκισμού αυτής σε διαστήματα μικρότερου του επιτρεπομένου από το νόμο ή τοκισμού αυτής με ημερολόγιο 360 ημερών αντί 365 ημερών). Έτσι στην περίπτωση, που η απαίτηση αποδειχθεί μη βέβαιη, η ανακοπή θα γίνει δεκτή και θα ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, πράγμα, που δεν θα συνέβαινε, αν για την ίδια απαίτηση δεν είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής, πράγμα, που δεν θα συνέβαινε, αν για την ίδια απαίτηση δεν είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής αλλά είχε ασκηθεί αγωγή, αφού στην τελευταία περίπτωση ο δικαστήριο κάνοντας δεκτή την σχετική ένσταση, θα εφάρμοζε ακολούθως το άρθρο 69 του ΚΠολΔ και θα καταψήφιζε την απαίτηση με την άρση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας ή εκπλήρωση του όρου ή εξαιρετικά θα απέρριπτε την αγωγή ελλείψει έννομου συμφέροντος ως πρόωρα ασκηθείσα, αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του παραπάνω άρθρου (βλ. Νικολόπουλου Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο δικονομικό δίκαιο σελ. 84, Μπέης ΠολΔικ άρθ. 69 σημ. 5 σελ. 378). Κατά ανάλογο τρόπο δε, αν δεν αποδειχθεί η απαίτηση εκκαθαρισμένη αλλά αμφισβητούμενη ως προς το πραγματικό της ύψος (ποσότητα αυτής), το δικαστήριο της ανακοπής θα ακυρώσει καθ΄ ολοκληρίαν την διαταγή και δεν θα διατάξει αποδείξεις για να προσδιορισθεί το ποσό, ως προς το οποίο τυχόν υφίσταται αυτή, που πρέπει να επιδικασθεί. Επί αγωγής η προβολή ως ένσταση αυτού του ίδιου ισχυρισμού (μερικής δηλ. ακυρότητας σύμβασης λόγω ακυρότητας όρου, που εμποδίζει την γέννηση τη απαίτησης) για την πληρότητα του οποίου απαιτούνται τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται και για τη θεμελίωση της ως λόγου ανακοπής, καθώς αντικείμενο της δίκης εκεί είναι η διάγνωση της απαίτησης, θα οδηγούσε, αν ο υπολογισμός δεν ήταν εφικτός από το δικαστή, σε διεξαγωγή αποδείξεων κατ’ άρθρο 254 και 107 του ΚΠολΔ, προκειμένου να προσδιορισθεί με λογιστική πραγματογνωμοσύνη το ακριβές ύψος της απαίτησης, που θα πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα και όχι στην απόρριψη της ένστασης του εναγομένου λόγω αοριστίας. Σύμφωνα με το πραγματικό των αρθ. 174, 178 ΑΚ (αλλά και όσων άλλων άρθρων του ΑΚ ή άλλων νόμων προβλέπουν και επιφέρουν ακυρότητα) αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό η επίκληση των απαιτούμενων πραγματικών περιστατικών, που προσδιορίζονται από αυτές, ήτοι δηλ. η επίκληση της ακυρότητας του συγκεκριμένου όρου ή όρων λόγω της αντίθεσης του σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου (περίπτωση εφαρμογής άρθ. 174 ΑΚ) ή στα χρηστά ήθη (επί εφαρμογής του άρθ. 178 του ΑΚ) και η επίκληση της έννομης κατά το ουσιαστικό δίκαιο συνέπειας, που συνίσταται στο ό,τι ο σχετικός άκυρος όρος κατ’ άρθρο 180 του ΑΚ θεωρείται ως ποτέ μη συμφωνημένος και γεγραμμένος στην όλη σύμβαση. Με την διαπίστωση της ακυρότητας ενός τέτοιου όρου στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, η οποία δεν έχει, ως λέχθηκε ως κύριο αντικείμενο τη διάγνωση της απαίτησης (ως αν είχε ασκηθεί αγωγή) αλλά τη νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, καθώς πλήττεται πλέον η παραπάνω δικονομική ουσιαστική προϋπόθεση για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, το δικαστήριο προβαίνει άμεσα στην ακύρωση αυτής, χωρίς να διερευνήσει το πραγματικό ύψος της οφειλόμενης απαίτησης, ώστε να προβεί σε μερική ακύρωση. Ο ανακόπτων στις περιπτώσεις αυτές, που τον απαγορεύει, αμποδίζει μορφή δηλ. καταχρηστικής διακωλυτικής ένστασης δεν έχει δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί πρόσθετα και το ποσό, που λόγω της ακυρότητας πρέπει να μειωθεί δήθεν η απαίτηση του αντιδίκου του. Η ακυρότητα σε κάθε περίπτωση ανατρέχει ex tunc (εξ υπάρχης δηλ. της σύμβασης) και απαίτηση, που δεν υπήρξε (δεν γεννήθηκε) δεν μπορεί και να αποσβεσθεί η μειωθεί. Για το λόγο αυτό άλλωστε επί ασκήσεως αγωγής επιβάλλεται να ενεργοποιηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο η διάταξη του άρθρου 107 του ΚΠολΔ για να προσδιορισθεί το ύψος αυτής και όχι να απορριφθεί η σχετική ένσταση του εναγομένου ως αόριστη. Το ποσό της μείωσης, ή ορθότερα το ποσό που έχει καταβάλλει, έχει δικονομικό βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει ο οφειλέτης (ως ανακόπτων ή ενιστάμενος) μόνο όταν προβάλλει στη δίκη ισχυρισμούς μερικής εξόφλησης (απόσβεσης δηλ. της απαίτησης) κατ’ άρθρο 416 επ. του ΑΚ, ήτοι δηλ. καταλυτικές της απαίτησης ενστάσεις, καθώς τούτο επιβάλλεται εκεί ως προϋπόθεση από το πραγματικό αυτών των κανόνων δικαίου. Εξάλλου ο οφειλέτης από σύμβαση δανείου μπορεί σε κάθε περίπτωση με αναγνωριστική αγωγή να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας όρων της σύμβασης πριν την καταψήφιση της απαίτησης εναντίον του. Η αναγνώριση της ακυρότητας όμως, είτε αυτή έχει γίνει προ της καταψήφισης της απαίτησης με έκδοση σχετικής αναγνωριστικής απόφασης, είτε η αναγνώριση αυτής εξετάζεται ως προδικαστικό ζήτημα λόγου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ή ένστασης επί αγωγής, ανατρέχει, όπως λέχθηκε ex tunc (στο χρονικό σημείο δηλ. κατάρτισης της σύμβασης) και επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου και τις ανάλογες παραπάνω συνέπειες στο χώρο του δικονομικού δικαίου ( ανάλογα με το αν προβάλλεται ως λόγος ανακοπής μετά από έκδοση διαταγής πληρωμής ή ως ένσταση μετά από άσκηση αγωγής). Δεν είναι νοητό, στην περίπτωση που κάποιος δανειστής, μετά την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης για ακυρότητα όρων, που συμβάλλουν στην διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης ( καθώς εμποδίζουν την γέννηση επιμέρους κονδυλίων) εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη ή ασκήσει εναντίον του αγωγή, ο τελευταίος να υποχρεούται για την ακύρωση αυτής της διαταγής πληρωμής ή την απόρριψη της αγωγής εναντίον του και για την πληρότητα του ισχυρισμού του αυτού να προσδιορίσει και το ποσό της παράνομης με βάση τον άκυρο ή άκυρους όρους χρέωσης, ώστε να πετύχει την μείωση της και αν δεν προβεί σε αυτό, να υποχρεωθεί να καταβάλλει ποσά, που έχει επιβαρυνθεί με βάση όρους, που έχουν τελεσίδικα, πριν ακόμη από την καταψήφιση και καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν έχει καταβάλλει το ποσό, που καταδικάσθηκε να καταβάλλει με την διαταγή, δεν έχει ούτε ανάγκη επίκλησησς για την θεμελίωση των ενστάσεων του των διατάξεων του άρθρου 904 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως απαιτείται λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της ενοχής επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που έχει εκδοθεί από πιστωτικούς τίτλους και προβάλλονται λόγοι από την υποκείμενη αιτία δανειακής σύμβασης. Σημειώνεται ότι σε δίκη επί αγωγής για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο όλοι οι ισχυρισμοί, που αναφέρονται στην κύρια σύμβαση (υποκείμενη αιτία), ως πχ και οι ισχυρισμοί ακόμη, ότι δεν καταρτίσθηκε πώληση αλλά χρησιδάνειο ή ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση δανείου αλλά δωρεάς ( που σε δίκη με βάση την πώληση ή το δάνειο θα αποτελούσαν αιτιολογημένη άρνηση κατ’ άρθρο 261 του ΚΠολΔ), αξιολογούνται λόγω του αναιτιώδους της ενοχής ως ενστάσεις στηριζόμενες στο άρθρο 904 του ΑΚ (βλ. ως προς αυτό Ι Μάρκου το Δίκαιο της επιταγής ακδ. 2002 σελ. 221 επ). Αυτή η δικονομική επιβάρυνση όμως, που δικαιολογείται για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, απαιτείται ειδικά και μόνο στις δίκες, που αφορούν απαίτηση από πιστωτικό τίτλο. Ο δανειολήπτης – οφειλέτης, όταν ενάγεται ή έχει εκδοθεί εναντίον του διαταγή πληρωμής από δανειακή σύμβαση και όχι από αξιόγραφο, όπως εξηγείται παραπάνω, δεν έχει ανάγκη προσφυγής στη διάταξη του άρθ. 904 του για να προβάλλει με πληρότητα τους λόγους, που εμποδίζουν έστω και κατά μέρος την γέννηση αυτής.  
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

div#stuning-header .dfd-stuning-header-bg-container {background-image: url(https://www.counsellors.gr/wp-content/uploads/2018/04/stamos-counsellors-nomiki-vivliothiki.jpg);background-size: cover;background-position: top center;background-attachment: scroll;background-repeat: no-repeat;}#stuning-header div.page-title-inner {min-height: 650px;}