Η ένσταση απαραδέκτου λόγω αοριστίας της ανακοπής
Η πλέον συνηθισμένη ένσταση που προβάλλουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την εκδίκαση ανακοπής διαταγής πληρωμής είναι η ένσταση απαραδέκτου λόγω αοριστίας του δικογράφου της ανακοπής (αρκετοί συνάδελφοι την προβάλλουν ως ‘ένσταση αοριστίας της ανακοπής’).
Αντίκρουση ένστασης ως καταχρηστικής
Νομική θεμελίωση
Οι συναλλακτικές υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες είθισται να αποκαλούνται µε τον γενικότερο όρο «υποχρεώσεις προστασίας», προσδιορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως ακρίβειας (βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο I ). Υπό την έννοια αυτή η συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση περιλαµβάνει την υποχρέωση της τράπεζας να τηρεί τους λογαριασµούς χωρίς λογιστικά λάθη και παραλείψεις (ενδ: ΕφΘεσ 283/1995, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.39, ΕφΑθ 3807/1998, ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.73).
Υπαγωγή
Όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, προβάλλει ένσταση απαραδέκτου λόγω αοριστίας του δικογράφου της ανακοπής, ουσιαστικά συνομολογεί τον ένδικο ισχυρισμό του ανακόπτοντος ότι, η διαταχθείσα απαίτηση περιλαμβάνει ανομιμοποίητες χρεώσεις, πλην όμως αυτές δεν προσδιορίζονται ποσοτικά. Ουσιαστικά δηλαδή, αντιστρέφει [!!!] την συναλλακτική του υποχρέωση ακριβείας, καταχρώμενο την δικονομική θέση, ως καθ’ ο η ανακοπή, που η Ειδική Διαδικασία περί διαταγής πληρωμής του παρέχει.