Πάγια η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους παράνομους τραπεζικούς όρους

Πάγια η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους παράνομους τραπεζικούς όρους

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ VI ΑΠΟΦΑΣΗ 44/2018

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του VI Τμήματος, Γεώργιος Βοΐλης και Ευαγγελία-Ελισάβετ Κουλουμπίνη, Σύμβουλοι, Γρηγόριος Βαλληνδράς και Αριστοτέλης Σακελλαρίου, Πάρεδροι με συμβουλευτική ψήφο.

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο: Κωνσταντίνος Τόλης, Αντεπίτροπος της Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας.

Γραμματέας: Δημήτριος Βλάχος, υπάλληλος του VI Τμήματος, που αναπληρώνει νόμιμα την κωλυόμενη Γραμματέα.

Για να αποφασίσει σχετικά με την από 13.11.2017 (Α.Β.Δ. 2937/2017) αίτηση του Δήμου ΧΧΧ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΧΧΧ (Α.Μ. Δ.Σ.ΧΧΧ ΧΧΧ).

Με την αίτηση αυτή ο Δήμος επιδιώκει την ανάκληση της 20/2017 Πράξης της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο ΧΧΧ.

Στη διαδικασία παρεμβαίνει υπέρ του αιτούντος και κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΧΧΧ» που εδρεύει στην ΧΧΧ (οδός ΧΧΧ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου ΧΧΧ (Α.Μ. Δ.Σ.ΧΧΧ ΧΧΧ).

Κατά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο άκουσε:

Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αιτούντος Δήμου και της παρεμβαίνουσας, οι οποίοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση.

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα αυτού με την παρουσία όλων των ανωτέρω μελών του.

Άκουσε τον εισηγητή Σύμβουλο Γεώργιο Βοΐλη και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
και

Αποφάσισε τα ακόλουθα :

Ι. Με την υπό κρίση αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (βλ. άρθρο 73 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, Φ.Ε.Κ. Α’ 52), και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση ζητείται η ανάκληση της 20/2017 Πράξης της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο ΧΧΧ, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου δανειακής σύμβασης, ποσού 325.500 ευρώ, μεταξύ του αιτούντος Δήμου και της παρεμβαίνουσας, για την αγορά δύο απορριμματοφόρων, με την αιτιολογία ότι συγκεκριμένοι όροι της δανειακής σύμβασης, που αναφέρονται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι νόμιμοι. Η αίτηση αυτή και η υπέρ της παραδοχής αυτής, μετ’ εννόμου συμφέροντος, ασκηθείσα παρέμβαση είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους.

ΙΙ. A. Το άρθρο 264 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α’87) ορίζει ότι: «1. Οι δήμοι (…) μπορούν να συνομολογούν δάνεια με αναγνωρισμένα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού, αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και για τη χρηματοδότηση χρεών τους, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις (…). 2. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 176 του ν. 3463/2006, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. 3. (…)». Περαιτέρω, ο ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α’ 114) ορίζει, στο άρθρο 176, ότι: «1. Οι Δήμοι (…) μπορούν να συνομολογούν δάνεια με το Κράτος, με αναγνωρισμένα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ελλάδας ή του εξωτερικού (…) αποκλειστικά για την πραγματοποίηση σκοπών της αρμοδιότητας ή της δράσης τους (…). 2. Με την απόφαση του δημοτικού (…) συμβουλίου που αφορά τη σύναψη του δανείου (…) πρέπει να καθορίζονται ο σκοπός, οι όροι του και η τοκοχρεωλυτική δόση. 3. (…)», στο άρθρο 177, ότι: «1. (…) Οι συμβάσεις για τη συνομολόγηση δανείων προς Δήμους (…) δεν επιβαρύνονται με τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων. (…)» και στο άρθρο 276, ότι: «1. Οι Δήμοι (…) απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, τέλος, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, εισφορά υπέρ της Ε.Ρ.Τ. – Α.Ε., από κρατήσεις και από κάθε δικαστικό τέλος στις δίκες τους, με την επιφύλαξη των εκάστοτε ισχυουσών φορολογικών ρυθμίσεων. Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο. (…)». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι οι Δήμοι μπορούν να λαμβάνουν δάνεια από αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή οργανισμούς της Ελλάδας ή του εξωτερικού για την πραγματοποίηση των σκοπών τους, μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στην οποία πρέπει απαραίτητα να καθορίζονται ο σκοπός του δανείου, οι όροι του και η τοκοχρεωλυτική δόση. Περαιτέρω, θεσπίζεται η απαλλαγή των Δήμων από κάθε φόρο, τέλος και εισφορά, όπως επίσης και από κάθε επιβάρυνση για τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων κατά τη συνομολόγηση των δανείων τους. Στο ρυθμιστικό δε περιεχόμενο της διάταξης αυτής, η οποία είναι γενική και δεν θέτει καμιά άλλη προϋπόθεση ή περιορισμό, εμπίπτει και η προβλεπόμενη από το ν. 128/1975 εισφορά υπέρ του τηρούμενου στην Τράπεζα της Ελλάδος ειδικού λογαριασμού, που συστήθηκε με την από 19.3.1962 σύμβαση μεταξύ των Τραπεζών, για την επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις, και στη συνέχεια, μετά από τροποποίηση των σχετικών διατάξεων (βλ. άρθρο 40 παρ. 5 ν. 2065/1992), κατέστη γενικό έσοδο του δημοσίου, που έχει τον χαρακτήρα δημοσιονομικής επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων, από την οποία απαλλάσσονται κατά την έννοια της ως άνω διάταξης οι Δήμοι (Ε.Σ. Τμ. Μειζ-Επτ. Συνθ. 1284/2011).

Β. Στα άρθρα 2 και 7 του ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών» (ΦΕΚ Α’ 191), που έχει ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» και με τις διατάξεις του οποίου προστατεύονται και οι Δήμοι, στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων που αυτοί συνάπτουν, από κάθε μη νόμιμη δέσμευση που το αντισυμβαλλόμενο πιστωτικό ίδρυμα επιχειρεί να συμπεριλάβει στη σύμβαση, ορίζονται ενδεικτικά καταχρηστικοί συμβατικοί όροι ή και πρακτικές. Η ενδεικτική αυτή απαρίθμηση δεν αποκλείει το χαρακτηρισμό και άλλων όρων της δανειακής σύμβασης, στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου της από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως καταχρηστικών, άρα μη νόμιμων. Ως καταχρηστικοί μπορούν να ελεγχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 10 του ν. 2251/1994, που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199), όχι μόνο οι όροι της δανειακής σύμβασης που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων μερών (γενικοί όροι συναλλαγών, άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2251/1994), αλλά και όσοι συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση (ειδικοί όροι συναλλαγών, άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2251/1994), παρότι κατισχύουν, άνευ ετέρου, των αντίστοιχων γενικών όρων. Εξάλλου, με την Ζ1-798/25.6.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1353), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 21 του ιδίου ως άνω νόμου, αποφασίσθηκε η απαγόρευση αναγραφής των γενικών όρων συναλλαγών, που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με συγκεκριμένες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και ο όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή των τόκων ή των εξόδων το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας (βλ. και Ολ. ΣτΕ 1210/2010, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης 16 τραπεζών κατά της ανωτέρω απόφασης,  Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Σύνθ.  552/2012, 3118/2011).    Περαιτέρω, όρος δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται υπολογισμός των τόκων του δανείου με βάση έτος 360, αντί 365, ημερών, παρίσταται μη νόμιμος, καθόσον κατά τον τεχνικό αυτό τρόπο η Τράπεζα διασπά το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη κατ’ έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης  υπηρεσίας  ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, είναι μη νόμιμος (Ε.Σ. Τμ. Μειζ.-Επτ. Συνθ. 2825/2011, VI Τμ. 2404/2016).

ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 216/19.6.2015 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου  ΧΧΧ, εγκρίθηκε η διενέργεια ανοικτού  διαγωνισμού για την  αγορά δύο (2) απορριμματοφόρων, σε αντικατάσταση οχημάτων του ήδη υπάρχοντος στόλου του ως άνω Δήμου, τα οποία είχαν υποστεί ζημιές λόγω παλαιότητας. Ακολούθως με την 1113/2016 πρόσκληση ενδιαφέροντος του οικείου Δημάρχου προς την ΧΧΧ, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, την ΧΧΧ και την ΧΧΧ, γνωστοποιήθηκε το ενδιαφέρον του Δήμου για τη λήψη δανείου 335.000 ευρώ, χρονικής διάρκειας τριών (3) ετών, ως χρηματοδότηση για την ανωτέρω αγορά. Στην ως άνω πρόσκληση ανταποκρίθηκε μόνο η «ΧΧΧ». Με την 99/30.3.2016 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, εγκρίθηκε η διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού για την αγορά των δύο (2) απορριμματοφόρων και η χρηματοδότηση της ως άνω αγοράς με τη μορφή δανείου από την ως άνω Τράπεζα. Η ως άνω αγορά εγκρίθηκε με την ΧΧΧ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ΧΧΧ. Ακολούθως, κατόπιν της 125/2017 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής και της από 10.5.2017 γνωμοδότησης του δικηγόρου ΧΧΧ περί της νομιμότητας των σχετικών συμβάσεων, με την 128/15.5.2017 όμοια απόφαση εγκρίθηκαν οι όροι της σύμβασης δανείου και της σύμβασης ενεχύρασης με την «ΧΧΧ». Τέλος, με την 125/15.5.2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου εγκρίθηκαν οι όροι των ανωτέρω συμβάσεων ποσού 325.500 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής του δανείου 36 μήνες και μηνιαία χρεωλυτική δόση ποσού 9.041 ευρώ (πλην της 36ης ποσού 9.065 ευρώ), ενώ με την 45758/17047/22.6.2017 απόφαση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ΧΧΧ η ανωτέρω απόφαση κρίθηκε νόμιμη.

IV. Με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου δανειακής σύμβασης, με την αιτιολογία ότι:

1) o αναφερόμενος στα άρθρα 2.3.α.β και 6.1 όρος, σύμφωνα με τον οποίο στο επιτόκιο προστίθεται και επιβάλλεται η εισφορά του ν. 128/1975, είναι μη νόμιμος καθόσον οι Δήμοι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3463/2006 απαλλάσσονται εν γένει από κάθε εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου,
2) o αναφερόμενος στο άρθρο 2.3 του σχεδίου σύμβασης όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο τόκος του δανείου υπολογίζεται με βάση έτος 360 ημερών, είναι καταχρηστικός, διότι με αυτόν η Τράπεζα διασπά κατά τεχνητό τρόπο το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας μία πρόσθετη κατά έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από το Δήμο ποσοστό επιτοκίου, χωρίς η επιβάρυνση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το Δήμο λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της,
3) οι αναφερόμενοι στα άρθρα 4 και 8 όροι, που προβλέπουν τη δυνατότητα της Τράπεζας να καταγγείλει τη σύμβαση και να κηρύξει το σύνολο του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση α) καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσεως ή μέρους αυτής ή και των τόκων καθώς και β) παραβίασης εκ μέρους του οφειλέτη οποιουδήποτε από τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι θεωρούνται όλοι ουσιώδεις είναι καταχρηστικοί, διότι διαταράσσουν ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Οφειλέτη/Δήμου,
4) οι αναφερόμενοι στο άρθρο 6.1. και 6.2. όροι, που προβλέπουν ότι όλα τα έξοδα γενικά, φόροι και τέλη που συνδέονται με την παρούσα σύμβαση βαρύνουν τον Οφειλέτη καθώς και ότι σε περίπτωση μεταβολής του καθεστώτος φορολογίας ή αυξομείωσης των υπό του νόμου προβλεπομένων ως άνω και εν γένει ποσοστών ή ποσών επιβαρύνσεων, ο Οφειλέτης θα υπόκειται αυτοδικαίως σε μεταβολές και βαρύνεται με όλα τα έξοδα, τέλη κ.λπ., είναι αόριστοι και καταχρηστικοί, καθόσον δεν προσδιορίζουν τα σχετικά έξοδα ούτε ορίζουν ανώτατο όριό τους,
5) o αναφερόμενος στο άρθρο 9.2(ζ) όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Οφειλέτης σε όλη τη διάρκεια του δανείου υποχρεούται να μην εκποιήσει ή μεταβιβάσει για οποιαδήποτε αιτία βασικά περιουσιακά του στοιχεία, ή εκμισθώσει ολικώς ή μερικώς την επιχείρησή του ή παραχωρήσει τη χρήση τους με οποιαδήποτε νομική μορφή, σε τρίτους, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Τράπεζας, είναι καταχρηστικός, διότι επιβάλλει υπέρμετρη δέσμευση του Δήμου, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο που αντίκειται στην καλή πίστη,
6) ο προβλεπόμενος στο άρθρο 9.3 της σύμβασης όρος περί της υποχρέωσης του Οφειλέτη/Δήμου να δηλώνει υπεύθυνα στην Τράπεζα ότι δεν οφείλει σε άλλη τράπεζα οφειλή που καθυστερεί περισσότερο από ένα τρίμηνο ή να δηλώνει στην Τράπεζα κάθε τέτοια οφειλή έναντι άλλης τράπεζας αν δημιουργηθεί στο μέλλον είναι μη νόμιμος, δοθέντος ότι στο άρθρο 8.η της σύμβασης η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση σε κάθε περίπτωση ανακριβείας ή μη πληρότητας, κατά την κρίση της δηλώσεων του Οφειλέτη που κατά την Τράπεζα στηρίζουν την χορήγηση του δανείου αυτού. Και τούτο διότι διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων  και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, αφού προβλέπεται η επέλευση της ανωτέρω συνέπειας ακόμα και αν οι υποχρεώσεις του Δήμου αφορούν σε τρίτους και όχι στην Τράπεζα,
7) οι αναφερόμενοι στα άρθρα 13.1 και 14.4 όροι του σχεδίου της δανειακής σύμβασης ότι ο Οφειλέτης/Δήμος παραιτείται ρητά από κάθε δικαίωμα συμψηφισμού ή επίσχεσης απέναντι στη  Τράπεζα καθώς και  ότι ο οφειλέτης και ο εγγυητής, όταν γίνει απαιτητό το δάνειο και κληθούν να καταβάλουν το κατάλοιπό του ή όταν ζητηθεί από την Τράπεζα η επιδίκαση του καταλοίπου, δεν δικαιούνται να προτείνουν κατ’ αυτής δικαστικά ή εξώδικα τις ενστάσεις συμψηφισμού ή επίσχεσης, από τις οποίες ρητά παραιτούνται, είναι μη νόμιμοι ως καταχρηστικοί. Τούτο δε, διότι διαταράσσουν ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία   μεταξύ  δικαιωμάτων  και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 13.3 η Τράπεζα έχει δικαίωμα συμψηφισμού της οφειλής με οποιαδήποτε άλλη ανταπαίτηση του Οφειλέτη, έστω κι αν προέρχεται από εμβάσματα, ή καταθέσεις. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη πράξη επισημάνθηκαν και οι ακόλουθες παρατηρήσεις επί του σχεδίου της σύμβασης: α) ο όρος που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13.3 ότι «ο οφειλέτης εξουσιοδοτεί την Τράπεζα από τώρα ανέκκλητα να χρεώνει με την οφειλή οποιοσδήποτε λογαριασμό του (…)» πρέπει να αναδιατυπωθεί και να αναγραφεί ότι θα χρεώνεται ο αναγραφόμενος στη σύμβαση ενεχύρου λογαριασμός και β) ο αναφερόμενος στο άρθρο 14.1 όρος σύμφωνα με τον οποίο η  Τράπεζα μπορεί ελεύθερα να μεταβιβάσει προς τρίτο ή προς τρίτους ολόκληρο το πλέγμα των έννομων σχέσεων που καθιδρύονται ή απορρέουν από την παρούσα σύμβαση είναι νόμιμος, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 176 του ν. 3463/2006 και τη μεταβίβαση σε νομικό πρόσωπο που περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές.

V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου τούτου, που έχει επανειλημμένως κρίνει περί της μη νομιμότητας των ως άνω όρων (Ε.Σ. Τμ. Μειζ.-Επτ. Συνθ. 1284, 2825, 3118/2011, 552/2012, VI Τμ. 279/2011, 2207/2011, 559/2014, 2552, 4273/2013, 2404/2016 κ.ά.), το Τμήμα κρίνει ότι ορθώς η Επίτροπος θεώρησε αυτούς μη νόμιμους και πρέπει για το λόγο αυτό ν’ απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Δήμου και της παρεμβαίνουσας στο σύνολό τους. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η εισφορά του ν. 128/1975 δεν αποτελεί εισφορά υπέρ ταμείου και για την απαλλαγή του απαιτείται κατ’ άρθρο 19 παρ. 4 γ’ του ν. 3152/2003 ειδική νομοθετική διάταξη είναι αβάσιμος, καθόσον η επίμαχη εισφορά έχει το χαρακτήρα δημοσιονομικής επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων, από την οποία οι Δήμοι απαλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 276 παρ. 1 του ν. 3463/2006, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση ή περιορισμό (Ε.Σ. Τμ. Μειζ.-Επτ. Συνθ. 1284, 2825/2011, VI Τμ. 559/2014). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι ο όρος περί υπολογισμού του τόκου του δανείου βάσει έτους 360 αντί 365 ημερών, που χρησιμοποιείται παγίως στις δανειακές συμβάσεις των Τραπεζών δεν είναι ουσιώδης ενόψει του ύψους του δανείου και του χρόνου αποπληρωμής του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον με τον τεχνικό αυτό τρόπο η Τράπεζα, κατά τα ορθώς κριθέντα υπό της Επιτρόπου, διασπά το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας μία πρόσθετη κατ’ έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας (Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Συνθ. 552/2012, VI Τμ. 2404/2016). Ομοίως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί του Δήμου περί μη καταχρηστικότητας των αναφερομένων στα άρθρα 4 και 8 όρων διότι αποβλέπουν στη διασφάλιση της Τράπεζας ενόψει του εκρηκτικού φαινομένου της καθυστέρησης αποπληρωμής δανείων (Ολ. ΣτΕ 1210/2010, Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Συνθ. 552/2012, 3118/2011). Αβάσιμος, εξάλλου, τυγχάνει και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι οι αναφερόμενοι στο άρθρο 6.1 και 6.2 της σύμβασης όροι δεν είναι καταχρηστικοί ως αφορώντες αποκλειστικώς τα σχετικά με τη συνομολόγηση και εξόφληση του δανείου έξοδα και όχι τα έξοδα για τον έλεγχο της αίτησης χρηματοδότησης και την αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη, ενώ δεν προβλέπεται κλιμάκωσή τους αναλόγως του ποσού του δανείου. Τούτο δε, διότι οι ως άνω όροι είναι μη νόμιμοι ως αόριστοι, καθόσον δεν προσδιορίζουν τα σχετικά έξοδα, ούτε ορίζουν το ανώτατο όριό τους. Ομοίως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός ότι ο αναφερόμενος στο άρθρο 9 παρ. 2(ζ) όρος δεν δύναται στην πράξη να τύχει εφαρμογής, διότι ο Δήμος δεν είναι «επιχείρηση», ούτε δύναται να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία υπό τους όρους του ιδιωτικού δικαίου, καθόσον η ρητή αναφορά του όρου στο σχέδιο δανειακής σύμβασης, ανεξαρτήτως της ενεργοποίησής του ή μη, δύναται να δεσμεύσει τον αιτούντα και να θεμελιώσει μελλοντική ενδοσυμβατική του ευθύνη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι οι ως άνω όροι δεν είναι ουσιώδεις τυγχάνει αβάσιμος, καθόσον, όπως ήδη ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, οι όροι αυτοί είτε είναι αντίθετοι σε ρητές νομοθετικές διατάξεις, είτε είναι αόριστοι και καταχρηστικοί, διαταράσσοντας ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του αιτούντος. Τέλος, δοθέντος ότι δεν προσκομίστηκε νέο τροποποιημένο σχέδιο δανειακής σύμβασης με την απάλειψη ή αναδιατύπωση των σχετικών όρων σε συμμόρφωση με την προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να μην κωλύεται περαιτέρω η θεώρηση της σύμβασης και δεδομένης της σαφήνειας των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας και της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου επί των τεθέντων ζητημάτων δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης των αρμόδιων οργάνων της αναθέτουσας αρχής που ενήργησαν κατά τον κριθέντα ως μη νόμιμο τρόπο

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση ανάκλησης και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση και να μην ανακληθεί η προσβαλλόμενη πράξη.

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης του Δήμου ΧΧΧ και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση.

Δεν ανακαλεί την 20/2017 Πράξη της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο ΧΧΧ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

div#stuning-header .dfd-stuning-header-bg-container {background-image: url(https://www.counsellors.gr/wp-content/uploads/2018/04/stamos-counsellors-nomiki-vivliothiki.jpg);background-size: cover;background-position: top center;background-attachment: scroll;background-repeat: no-repeat;}#stuning-header div.page-title-inner {min-height: 650px;}