-
Η σύμβαση πίστωσης: Ως σύµβαση πιστώσεως νοείται η σύµβαση, µε την οποία η τράπεζα αναλαµβάνει άµεσα ή έµµεσα την υποχρέωση για κεφαλαιακή ενίσχυση του αντισυµβαλλοµένου – πελάτη της, στη βάση ενός συµφωνηθέντος, συνήθως, χρονικού ορίζοντα και ποσού.
-
Η έννοια της πίστωσης παρουσιάζει τις ίδιες ερµηνευτικές δυσκολίες µε αυτήν της κατάθεσης, παρότι στον δικαιϊκό χώρο οι όροι «πίστωση» και «πίστη»( άρθρα 531, 870 ΑΚ, ν.δ. 588/1948 περί ελέγχου της πίστεως, ν.δ. 3838/1958 περί πωλήσεων επί πιστώσει και πλήθος άλλα) απαντώνται συχνά. Αντλώντας το βασικό κριτήριο για την διατύπωση ενός ορισµού από την οικονοµική της λειτουργία, µπορεί κανείς να πει ότι πίστωση είναι η προσωρινή ενίσχυση από ένα πρόσωπο (πιστοδότη) της αγοραστικής δύναµης ενός άλλου (πιστολήπτη ή πιστούχου) (Γεωργιάδης Απ., Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 2). Πρόκειται για µια παροχή της τράπεζας προς τον πελάτη της, που βασίζεται στην θετική αξιολόγηση του τελευταίου, όσον αφορά την φερεγγυότητά του και την πρόθεσή του να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του. Όταν η ενίσχυση της αγοραστικής δύναµης του πελάτη επιτυγχάνεται άµεσα µε την απευθείας παραχώρησή της από τον πιστοδότη, τότε γίνεται λόγος για άµεση πίστωση, ενώ, όταν η αύξηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του επιτυγχάνεται κατά τρόπο έµµεσο, µε την ανάληψη εκ µέρους του πιστοδότη χρηµατικής υποχρεώσεως, ώστε να αποφευχθεί η δέσµευση της ήδη υπάρχουσας αγοραστικής δύναµης του πιστούχου, τότε πρόκειται για έµµεση πίστωση.
-
Μορφές της άµεσης πίστωσης είναι το δάνειο, η σύµβαση ανοίγµατος πίστωσης και η πίστωση µε τρέχοντα λογαριασµό, οι οποίες θα εξεταστούν συνοπτικά παρακάτω, αλλά και οι προεξοφλήσεις πιστωτικών τίτλων, η πρακτορεία επιχειρηµατικών απαιτήσεων κ.α. Έµµεσες πιστώσεις είναι η ανάληψη εγγυήσεων, η πίστωση του τιµήµατος, η προκαταβολή, η πιστωτική κάρτα, η χρηµατοδοτική µίσθωση αλλά και οι ενέγγυες πιστώσεις και οι εγγυητικές επιστολές.
-
Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι η έννοια της πίστωσης είναι ευρύτερη από την αντίστοιχη του δανείου, στο βαθµό που εκτείνεται σε όλο το εύρος της πιστωτικής δραστηριότητας.
-
Η Αρχή της Εμπιστοσύνης: Στην σύμβαση πίστωσης, όπως σε όλες οι ‘τραπεζικές’ συμβάσεις ή ακόµη και στα πλαίσια της απλής συναλλακτικής επαφής µεταξύ της τράπεζας και του πελάτη της, πυρήνας της συναλλακτικής σχέσης που αναπτύσσεται είναι η σχέση εµπιστοσύνης που αναπτύσσεται στα συµβαλλόµενα µέρη, σχέση που δικαιολογείται από τη δυνατότητα της τράπεζας να επεµβαίνει σε ουσιώδεις περιουσιακές υποθέσεις και να επηρεάζει την οικονοµική υπόσταση του πελάτη της. Σηµαντική συνέπεια του χαρακτήρα της σχέσης τράπεζας-πελάτη ως σχέση εµπιστοσύνης είναι ότι προκύπτουν για την τράπεζα τόσο γενικής φύσεως υποχρεώσεις (παρεπόµενες υποχρεώσεις – ΑΚ 288) όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους στη συγκεκριµένη, κατά περίπτωση, σχέση (τραπεζική σύµβαση).
-
Τα πιστωτικά ιδρύµατα, πέρα από ιδιωτικές επιχειρήσεις διαµεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήµατος, ασκούν, παράλληλα, και δηµόσια λειτουργία (υπό την ευρεία έννοια του όρου), αφού η δραστηριότητά τους (χρηµατοδότηση επιχειρήσεων και καταναλωτών) έχει καταρχήν ευεργετικές επιπτώσεις στην εθνική οικονοµία (ΠΠρΑθ 2087/2004, ΕΕµπ∆ 2005.777, ΕφΑθ 2214/2001, ∆ΕΕ 2001.620). Η θέση αυτή επιβάλλει στις τράπεζες, µεταξύ άλλων, την υποχρέωση οµαλής και καλόπιστης συνεργασίας µε τους πελάτες τους. Από την άλλη, η τράπεζα είναι αποδέκτης ποικίλων πληροφοριών που αφορούν την οικονοµική αλλά όχι σπάνια και την προσωπική σφαίρα του πελάτη, τις οποίες ο ίδιος ο πελάτης εµπιστεύεται σε αυτήν ή τις πληροφορείται η τράπεζα από τρίτους στο πλαίσιο της επιµέλειας των υποθέσεων του πελάτη. Αυτή η δυνατότητα της τράπεζας να γνωρίζει επιχειρηµατικά απόρρητα, αλλά και προσωπικές, ευαίσθητες και, ενδεχοµένως, απόρρητες πληροφορίες σχετικά µε τον πελάτη της, ενόψει και της αυξηµένης δυνατότητάς της να επεµβαίνει στην οικονοµική σφαίρα του πελάτη της, σε συνδυασµό και µε την, κατά κανόνα, πολύ µεγαλύτερη οικονοµική ισχύ της αλλά και τις ειδικές γνώσεις της στο χώρο των συναλλαγών, δικαιολογούν τη θεµελίωση ιδιαίτερης σχέσης εµπιστοσύνης.
-
Η συναλλακτική σχέση µεταξύ Τράπεζας και πελάτη σπανιότατα εξαντλείται στην ευκαιριακή σύναψη και εκτέλεση µεµονωµένων τραπεζικών συµβάσεων, όπως λ.χ. µιας σύµβασης εµβάσµατος. Συνήθως, ο κάθε πελάτης έχει µια ή περισσότερες τράπεζες συναλλαγών του, µε τις οποίες συναλλάσσεται διαρκώς και για µεγάλα χρονικά διαστήµατα και καταρτίζει και εκτελεί πολυάριθµες και ποικίλες τραπεζικές συµβάσεις και του παρέχονται ποικίλες υπηρεσίες. Η προαναφερόµενη σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ τράπεζας και πελάτη δεν αφορά µόνο σε µεµονωµένες συναλλαγές, αλλά στην εν γένει συναλλακτική σχέση µεταξύ τράπεζας και πελάτη. Η µονιµότητα και, καθολικότητα της σχέσης αυτής και, κυρίως, η ανάγκη να θεµελιωθούν νοµικές υποχρεώσεις της τράπεζας έναντι του πελάτη, ανεξαρτήτως της σύναψης µεµονωµένων συµβάσεων, ώθησε την επιστήµη να προσπαθήσει να συλλάβει και να εντάξει σε νοµικές κατηγορίες την εν γένει συναλλακτική σχέση τράπεζας και πελάτη.
-
Η νομική φύση της Τραπεζικής σχέσης εμπιστοσύνηςΓια τη νοµική φύση της σχέσης αυτής έχουν αναπτυχθεί πρωτίστως στο πλαίσιο του γερµανικού δικαίου δύο θεωρίες, οι οποίες βρήκαν απήχηση και στην ηµεδαπή επιστήµη (Ψυχοµάνης Σ., Τραπεζικό ∆ίκαιο, σελ. 91, ο ίδιος, Περί των τραπεζικών δανείων για απόκτηση µετοχών, Γνµδ, Αρµ 2003.1875, Καραγκουνίδης, Η ευθύνη της τράπεζας έναντι των πελατών της από την παραβίαση υποχρεώσεων προστασίας, Αρµ 1995.444).
-
Κατά την πρώτη και παλαιότερη θεωρία µεταξύ τράπεζας και πελάτη συνάπτεται µια γενική τραπεζική σύµβαση.
-
Σε αυτή την Γενική Τραπεζική Σύµβαση ενσωµατώνονται οι ΓΟΣ της Τράπεζας και επ’ αυτής εδράζονται όλες οι µεµονωµένες τραπεζικές συµβάσεις, όπως καταθέσεις, δάνεια, διαχείριση επενδύσεων, πληρωµές, µεταφορές κεφαλαίων κ.ά., των οποίων η σύναψη είναι εξαρχής αβέβαιη και ο αριθµός τους απροσδιόριστος. Η Γενική Τραπεζική Σύµβαση έχει ως αντικείµενο την επιµέλεια των υποθέσεων του πελάτη και την προστασία των εννόµων αγαθών και συµφερόντων του τελευταίου από την τράπεζα (Κοτσίρης, Προβλήµατα αστικής ευθύνης τραπεζών έναντι τρίτων κατά την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, Αρµ 1984.601, 605, Herold / Lippisch, Bank- und Börsenrecht, 2η έκδ., 1992, σελ. 33, Canaris, Bankvertragsrecht, § 2, σηµ. 1).
-
Η Γενική Τραπεζική Σύµβαση χαρακτηρίζεται ως σύµβαση πλαίσιο ή σύµβαση µανδύας, το περιεχόµενο της οποίας συνίσταται στο να θέτει η τράπεζα τις υπηρεσίες της στη διάθεση του πελάτη και έχει, κατά περίπτωση, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είτε της σύµβασης έργου, είτε της σύµβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
-
Ουσιώδη δε στοιχεία της είναι:
α. η ίδρυση σχέσης εµπιστοσύνης ανάµεσα στα µέρη,
β. η εφαρµογή των Γενικών ‘Ορων Συναλλαγών (ΓΟΣ) (για τους ΓΟΣ στις τραπεζικές συναλλαγές ίδ.µεταξύ άλλων Ψυχοµάνης, Τραπεζικές δραστηριότητες αµφισβητούµενης νοµιµότητας, 2002, σελ. 90-101, ∆ούβλης, Ο δικαστικός έλεγχος των ΓΟΣ στις τραπεζικές συναλλαγές, ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.9, Καράκωστας, Γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, 2001, passim, Μεντής, ΓΟΣ τραπεζικών καταναλωτικών συµβάσεων, ΧρΙ∆ 2001.558.), τους οποίους έχει προδιατυπώσει η τράπεζα και στους οποίους προσχωρεί ο πελάτης της και οι οποίοι ΓΟΣ ισχύουν για όλες τις µέλλουσες συναλλαγές ανάµεσα στα συµβαλλόµενα µέρη.
-
Πρόκειται δηλ. για µια σχέση χωρίς αυστηρά οριοθετηµένο αντικείµενο παροχής, σχέση, η οποία δεν εξαντλείται στην εκτέλεση της σχετικής συναλλαγής, αλλά στη διενέργεια ενός αόριστου και απροσδιόριστου, εξαρχής, είδους συναλλαγών, όπως π.χ. διεξαγωγή δοσοληψιών, πληρωµή επιταγών, πιστώσεων, καταθέσεων κλπ.
-
Η νεώτερη άποψη, η οποία έχει επικρατήσει στη γερµανική επιστήµη και έχει υιοθετηθεί πρόσφατα και από το γερµανικό ακυρωτικό (θεµελιώδης απόφαση: BGHZ 152, 114 και σχόλια Κilgus, BB 2002, σελ. 2576, Βalzer, BKR 2002, 1092, Kort, EWiR 2003, 151), αποκρούει τη θεωρία της «γενικής τραπεζικής σύµβασης».
-
Οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της άποψης χαρακτηρίζουν την συναλλακτική σχέση µεταξύ τράπεζας και πελάτη ως ex lege (άλλως ως ‘εξωδικαιοπρακτική’) και όχι συµβατική έννοµη σχέση, η οποία θεµελιώνεται στη “συναλλακτική επαφή”( Ψυχοµάνης Σ., Τραπεζικό ∆ίκαιο, σελ. 91, ο ίδιος, Αρµ 2003.1875) τράπεζας και πελάτη, και, συνεπώς, είναι ανεξάρτητη από τη δικαιοπρακτική βούληση και ικανότητα του τελευταίου. Η εν λόγω έννοµη σχέση χαρακτηρίζεται συγκεκριµένα ως “ενοχική σχέση χωρίς πρωτογενή υποχρέωση προς παροχή”.
-
Ο χαρακτηρισµός της σχέσης της τράπεζας µε τον πελάτη της ως ενοχικής χωρίς πρωτογενή υποχρέωση προς παροχή, εναρµονίζεται καλύτερα µε το δόγµα του ενοχικού δικαίου, δεδοµένου ότι αποφεύγει τη συναγωγή βούλησης δικαιοπρακτικής δέσµευσης, εκεί όπου η ύπαρξή της είναι εντελώς αµφίβολη (ίδ. σύμβαση προσχωρήσεως επί του ΓΟΣ περί απόδειξης με έγγραφα που το ίδιο το αιτούν προσκομίζει).
-
Επανερχόμενος στον χαρακτηρισμό της συναλλακτικής σχέσης µεταξύ τράπεζας και πελάτη ως ex lege και όχι συµβατική, υποστηρίζεται ότι δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή γενική υποχρέωση της τράπεζας να πραγµατοποιεί όσες επιµέρους συναλλαγές επιθυµεί ο πελάτης της, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ενεργητικές ή/και παθητικές εργασίες. Κι αυτό γιατί, σε διαφορετική περίπτωση θα είχαµε αντίθεση στην αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων (άρθρο 5 Συν 1975/1986/2001, 361 ΑΚ), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίες επιτρέπουν την ερµηνεία µίας δήλωσης -άρα και της σύµβασης, η οποία αποτελεί σύµπτωση δηλώσεων- κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το περιεχόµενό της να µην συγκρούεται µε την πραγµατική βούληση των συναλλασσοµένων, καθώς η βασική υποχρέωση της τράπεζας να διενεργεί όλες τις επιµέρους συναλλαγές, τις οποίες επιθυµεί ο πελάτης της πιθανόν να µην συµπλέει µε τα δικαιολογηµένα συµφέροντά της.
-
Υπάρχουν, πράγµατι, περιπτώσεις δεσµών, µεταξύ δύο ορισµένων προσώπων που γεννούν υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώµατα µεταξύ τους, γενικά ή σε σχέση µε ορισµένα έννοµα αγαθά τους, χωρίς, όµως, οι υποχρεώσεις αυτές να έχουν συγκεκριµένο περιεχόµενο δηλ. να κατευθύνονται στην εκτέλεση συγκεκριµένης πράξης. Η υποχρέωση εξαντλείται στην τήρηση κάποιας γενικής (έντιµης, καλόπιστης) συµπεριφοράς από τον «οφειλέτη» στην συναλλακτική επαφή του µε το «δανειστή». Προϋποθέτουν κατά κανόνα κάποιο χαλαρότερο προσωπικό δεσµό και συνήθως ορισµένο κύκλο προστατευόµενων αγαθών. Το στοιχείο της παροχής που χαρακτηρίζει µια ενοχή είναι εδώ αποψιλωµένο από συγκεκριµένο περιεχόµενο, αφού η γενική αυτή υποχρέωση συµπεριφοράς δεν είναι εξειδικευµένη ως παροχή (την έννοια της ενοχής και τα στοιχεία της βλ. Ζέπο Π., Ενοχικόν ∆ίκαιον, Α’ Μέρος Γενικόν, 1955 σελ.25 επ., όπου και αναπτύσσονται οι θεωρίες περί του χαρακτήρα της ενοχής ως «οργανισµού» (Siber) ή ως «συνθέµατος» (Larenz), λόγω της διαρκούς λειτουργίας και εξέλιξης της βασικής ενοχικής σχέσης. Βλ. ακόµη, Μπαλή Γ., Ενοχικόν ∆ίκαιον, (κατά τον Κώδικα), Εκδ.Γ’ 1969, σελ. 3 επ., Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 2004, σελ. 53 επ., Γεωργιάδης Αστ., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2003, Ι, σελ.21 επ., Σπυριδάκης Ι., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2004, σελ.15 επ.). Για το λόγο αυτό οι σχέσεις αυτές αποκαλούνται ενοχές υπό ευρεία (ή καταχρηστική) έννοια (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 2004, σελ.76, 126, Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, Εισαγωγή στο Ενοχικό ∆ίκαιο, αρ. 30-33, Γεωργιάδης Αστ., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2003, ΙΙ, σελ.10, Σπυριδάκης Ι., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2004, σελ.24 (όπου και οι όροι «ενοχή σε ευρύτατη έννοια» και «σχέση συµπεριφοράς»).
-
Η κυριότερη περίπτωση τέτοιου δεσµού που ρυθµίζεται στον ΑΚ είναι η υποχρέωση των µερών που διαπραγµατεύονται τη σύναψη µιας σύµβασης «να συµπεριφέρονται αµοιβαία σύµφωνα µε την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη» (197 ΑΚ).
-
Κατά συνέπεια, οι σχέσεις τράπεζας-πελάτη από τη συναλλακτική επαφή, ως ενοχικές σχέσεις χωρίς πρωτογενή υποχρέωση προς παροχή είναι νοµικοί δεσµοί, οι οποίοι δεν αποτελούν stricto sensu ενοχικές σχέσεις, µε την έννοια του άρθρου 287 ΑΚ, αφού περιεχόµενό τους δεν είναι η υποχρέωση για συγκεκριµένη παροχή, αλλά ενοχικές σχέσεις µε την ευρεία έννοια του όρου, δηλ. sui generis ενοχικές σχέσεις, από τις οποίες απορρέουν µόνο υποχρεώσεις προς επίδειξη ορισµένης συµπεριφοράς.
-
Οι ενοχικές σχέσεις χωρίς πρωτογενή υποχρέωση προς παροχή βρίσκουν τη δικαιοπολιτική τους δικαίωση στη λεγόµενη “αρχή του κοινωνικού συνδέσµου” (Καραγκουνίδης, Αρµ 1995.446). Η δεύτερη αυτή άποψη ξεκινά από την ορθή επισήµανση ότι οι πελάτες, οι οποίοι συχνά έρχονται σε επαφή µε µία τράπεζα απλά και µόνο για να διαπραγµατευτούν µια συναλλαγή ή να πληροφορηθούν τους όρους σύναψης κάποιων συµβάσεων, όπως π.χ. τη σύναψη ενός δανείου, χρήζουν προστασίας, ανεξαρτήτως αν είχαν δικαιοπρακτική βούληση και ικανότητα.
-
Συνεπώς, οι υποχρεώσεις προστασίας της τράπεζας (Γεωργιάδης Απ., Η κατ’ ΑΚ 919 ευθύνη της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, Ελλ∆νη 1992.57, Κοτσίρης, Αρµ 1984.605, Βελέντζας, ∆ίκαιο τραπεζών, σελ. 84, Ψυχοµάνης, Τραπεζικό ∆ίκαιο, σελ. 94, 340) όπως π.χ. η υποχρέωση πρόνοιας, η υποχρέωση τήρησης εχεµύθειας, η υποχρέωση ενηµέρωσης και παροχής πληροφοριών κτλ. δεν χρειάζεται να θεµελιωθούν σε µια συµβατική έννοµη σχέση, αλλά σε µια ex lege σχέση, η οποία δεν θεµελιώνεται στην ανταλλαγή δικαιοπρακτικών δηλώσεων βουλήσεως, αλλά στην απλή συναλλακτική επαφή πελάτη και τράπεζας ως πραγµατικού δηµιουργίας εµπιστοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό η τράπεζα έχει αποκλειστικά νόµιµες υποχρεώσεις επίδειξης ορισµένης συµπεριφοράς, όχι ως παρεπόµενες υποχρεώσεις κύριας παροχής, αλλά ως ανεξάρτητες υποχρεώσεις χωρίς κύρια παροχή (ως ανωτέρω ενδεικτικά: η υποχρέωση διαφύλαξης του τραπεζικού απορρήτου, η υποχρέωση επιµελούς ακρόασης και εκτίµησης των συµφερόντων του πελάτη).
-
Υπενθυµίζεται ότι θεµέλιο της Ενιαίας Αγοράς γενικότερα, αλλά και του τοµέα των χρηµατοοικονοµικών υπηρεσιών ειδικότερα, είναι η καλή πίστη, τα συναλλακτικά χρηστά ήθη και η εµπιστοσύνη, που πρέπει να διέπει τις σχέσεις ανάµεσα στους συναλλασσόµενους και τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα (ίδ. σχετικά Χρηµατοπιστωτικές υπηρεσίες: Ενίσχυση της εµπιστοσύνης του καταναλωτή. Ανακοίνωση της Επιτροπής. Συνέχεια του Πράσινου Βιβλίου, Χρηµατοπιστωτικές υπηρεσίες: Οι προσδοκίες των καταναλωτών (COM (97) 309 τελικό).
-
∆ογµατικό θεµέλιο της τραπεζικής σχέσης είναι η αρχή της καλής πίστης, δηλαδή ο νόµος, και όχι η σύµβαση. Στο ελληνικό δίκαιο, ειδικότερα, η σχέση εµπιστοσύνης και οι παραγόµενες υποχρεώσεις για τα µέρη, στο µεν προσυµβατικό στάδιο βρίσκουν το νοµοθετικό τους θεµέλιο στις διατάξεις 197, 198 ΑΚ, στο δε συµβατικό, στην αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των οφειλών της ΑΚ 288, η οποία καλύπτει, επίσης, και το µετασυµβατικό.
Οι υποχρεώσεις της Τράπεζας
-
Οι επιµέρους συµβάσεις που συνάπτονται µεταξύ τράπεζας και πελατών της δηµιουργούν, καταρχήν, αµφοτέρω υποχρεώσεις για την εκπλήρωση της κύριας παροχής, παράλληλα, όµως, και, εκτός από τις ειδικά προβλεπόµενες στη σύµβαση ή στο νόµο υποχρεώσεις, δηµιουργούν και παρεπόµενες υποχρεώσεις που υπαγορεύονται από την αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.Κατά τον Γεωργιάδη, καλή πίστη είναι η ευθύτητα και η εντιµότητα που πρέπει να τηρούνται γενικά στις συναλλαγές, συναλλακτικά ήθη είναι οι συνήθειες, οι οποίες κρατούν στις συναλλαγές ή σε ορισµένες κατηγορίες συναλλαγών. (Γεωργιάδης Απ., Γενικές αρχές, § 2/37 και § 2/40).
-
Το νοµοθετικό τους έρεισµα αποτελεί η διάταξη του 288 ΑΚ. Οι παρεπόµενες αυτές υποχρεώσεις -είτε της συναφθείσας τραπεζικής σύµβασης είτε ακόµη και της απλής δικαιοπρακτικής επαφής- αποτελούν απόρροια της συναλλακτικής καλής πίστης και επιβάλλουν στα συµβαλλόµενα µέρη, να τηρούν τέτοια συµπεριφορά, ώστε να διευκολύνουν την εκπλήρωση της κύριας παροχής, να λαµβάνουν υπόψη τα συµφέροντα του άλλου µέρους και να αποφεύγουν πράξεις που θα έθεταν σε κίνδυνο τα έννοµα αγαθά του. Οι αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών διαπνέουν τη δηµιουργούµενη τραπεζική σχέση στο σύνολό της, ήδη από την έναρξη των διαπραγµατεύσεων, καταλαµβάνουν στη συνέχεια όλο το επίπεδο της συµβατικής δέσµευσης και στηρίζουν, τέλος, και τις µετά τη λήξη της σύµβασης υποχρεώσεις.
-
Οι παρεπόµενες αυτές υποχρεώσεις είθισται να αποκαλούνται µε τον γενικότερο όρο «υποχρεώσεις προστασίας» και έχουν ως αντικείµενο τη λήψη των µέτρων που απαιτούνται για την περιφρούρηση των έννοµων αγαθών του αντισυµβαλλοµένου. Οι υποχρεώσεις προστασίας αποτελούν, πράγµατι, περιεχόµενο ενοχής, είτε της οιωνεί δικαιοπρακτικής ενοχής από τις διαπραγµατεύσεις είτε της καθαρά δικαιοπρακτικής συµβατικής ενοχής. Κατά συνέπεια, η αθέτησή τους συνιστά παράνοµη ή αντισυµβατική πράξη και οδηγεί, υπό τις λοιπές οικείες προϋποθέσεις, στη µεν πρώτη περίπτωση στην προσυµβατική ευθύνη (198 ΑΚ), στη δε δεύτερη περίπτωση σε συµβατική ευθύνη (κατά τους ειδικότερους κανόνες της πληµµελούς εκπλήρωσης).
-
Οι υποχρεώσεις προστασίας φέρουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ως προς τις προϋποθέσεις τους όσο και ως προς τις έννοµες συνέπειες.
-
Πράγµατι, οι υποχρεώσεις αυτές γεννώνται µεταξύ συγκεκριµένων υποκειµένων στα πλαίσια ηθεληµένης δικαιοπρακτικής επαφής, εισέρχονται στο πεδίο των δικαιοπρακτικών ενοχών και λήγουν σε χρονικό σηµείο µετά τη λήξη της συµβάσεως. Θεµελιώνονται αφηρηµένα στην αρχή της προστασίας των εννόµων αγαθών του αντισυµβαλλοµένου, αρχή που διατρέχει ολόκληρο το πεδίο των συναλλακτικών σχέσεων, και επιβάλλουν την εφαρµογή των εκάστοτε αυστηρότερων κανόνων της αδικοπρακτικής ή της συµβατικής ευθύνης (για ιδιαίτερη, αυτοτελή και ενιαία ενοχή, αποκαλούµενη ως «ενοχή προστασίας» κάνει λόγο ο Καράσης, Συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Ένα ψευδοπρόβληµα; Μελέτη στην Ελλ∆νη 2005.634, ιδίως 650 επ. Συγκεκριµένα, υποστηρίζει ότι οι υποχρεώσεις προστασίας έχουν γνήσια αδικοπρακτική φύση και φέρουν χαρακτηριστικά, σε επίπεδο παραγωγικού λόγου, προϋποθέσεων και έννοµων συνεπειών, που τις οριοθετούν σαφώς από τις άλλες κατηγορίες ευθύνης).
-
Οι παρεπόµενες υποχρεώσεις που γεννά η καλή πίστη µε βάση τα προαναφερθέντα, βαρύνουν τόσο τον πελάτη όσο και την τράπεζα. Η νοµολογία και η αντίστοιχη θεωρία που έχει αναπτυχθεί για τα θέµατα που έχουν ανακύψει είναι, εντούτοις, ιδιαιτέρως πλούσια, αναφορικά µε τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τις τράπεζες, δεδοµένου του κυριαρχικού ρόλου που αυτές διαδραµατίζουν στον καθορισµό των σχέσεων µε τους πελάτες τους.
-
Γενικότερες πρόσθετες υποχρεώσεις που γεννά η σχέση εµπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις τραπεζικές συµβάσεις, και επιβάλλονται από την καλή πίστη (288 ΑΚ).
Η υποχρέωση προστασίας
-
Η αυξηµένη δυνατότητα που έχει η τράπεζα να ενεργεί στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών της γεννά σε βάρος της µια σειρά υποχρεώσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο την προστασία του συµφέροντος των πελατών για διατήρηση της περιουσιακής τους υπόστασης. Επιστήµη και νοµολογία χρησιµοποιούν κατά περίπτωση όρους που εξειδικεύουν, µε αφορµή συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά, την γενικότερη αυτή υποχρέωση της τράπεζας, η οποία µπορεί να αποδωθεί µε τον γενικότερο χαρακτηρισµό ως υποχρέωση προστασίας.
-
Η δραστηριότητα της τράπεζας είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την υποχρέωση προστασίας των συµφερόντων των συναλλασσοµένων µαζί της. Η υποχρέωση προστασίας αφορά στη λήψη µέτρων προστατευτικών των απόλυτων έννοµων αγαθών αλλά και της περιουσίας του άλλου µέρους (Ψυχοµάνης, Τραπεζικό ∆ίκαιο, 2001, σελ. 93)και αποτελεί απόρροια της συναλλακτικής πίστης, η οποία επιβάλλει την στάθµιση των αντιτιθέµενων συµφερόντων και επιτάσσει κάθε αντισυµβαλλόµενος να λαµβάνει υπόψιν του τα συµφέροντα του άλλου.
-
Όπως εκτέθηκε ήδη παραπάνω, το νοµικό θεµέλιο της υποχρέωσης προστασίας και φροντίδας των συµφερόντων του πελάτη από την πλευρά της τράπεζας βρίσκεται στην ιδιαίτερη σχέση εµπιστοσύνης, η οποία είναι απόρροια της αρχής της καλής πίστης (288 ΑΚ) και ξεκινά από το στάδιο των διαπραγµατεύσεων, συνεχίζει στην κατάρτιση συγκεκριµένης σύµβασης µεταξύ των δύο µερών και εξακολουθεί ακόµη και µετά τη λήξη αυτής.
-
Στα πλαίσια µιας τραπεζικής σύµβασης, η υποχρέωση προστασίας ή ορθότερα επίδειξης προστατευτικής συµπεριφοράς, εξειδικεύεται σε µια σειρά ειδικότερων υποχρεώσεων, οι οποίες διευρύνουν το περιεχόµενο της ενοχής, χωρίς να µεταβάλλουν και την πηγή από την οποία βασικά απορρέουν (Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 288, αρ. 30) , δηλαδή της τραπεζικής σύµβασης, και, άρα, θεωρούνται συµβατικές υποχρεώσεις συνεπαγόµενες (ενδο)-συµβατική ευθύνη (Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 288, αρ. 23) . Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν αφενός από την ίδια τη «συναλλακτική σχέση» και εκλαµβάνονται ως παρεπόµενες συµβατικές υποχρεώσεις -παράλληλα προς τις υποχρεώσεις του πελάτη της-, και αφετέρου, από το άρθρο 288 ΑΚ. Μετά τη λήξη της ενοχικής σχέσης, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ εξακολουθεί να στηρίζει τη συνέχιση της σχέσης εµπιστοσύνης, επιβάλλοντας στα µέρη µετασυµβατικές υποχρεώσεις. ∆ηλαδή, η υποχρέωση εµπιστοσύνης, ως ειδικότερη εκδήλωση της καλής πίστης (ΕφΘεσ 3444/1997, ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.398 = ΕΕµπ∆ 1998.285 = ∆ΕΕ 1998.394.), επιβάλλει στην τράπεζα παρεπόµενες συµβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες διευρύνουν το περιεχόµενο της ενοχής της (για την αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών, βλ. µεταξύ άλλων Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 2004, σελ. 195 επ., Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 288, Γεωργιάδης Αστ., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2003, ΙΙ, σελ.1 επ., Σπυριδάκης Ι., Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 2004, σελ.15 επ., Μπαλής Γ., Ενοχικόν ∆ίκαιον, (κατά τον Κώδικα), Εκδ.Γ’ 1969, σελ. 14 επ., Ζέπος Π., Ενοχικόν ∆ίκαιον, Α’ Μέρος Γενικόν, 1955, σελ. 112 επ.).
-
Η σχέση αυτή δίνει τη δυνατότητα στην τράπεζα να επενεργεί στη σφαίρα δράσης του πελάτη της. Κατά συνέπεια, η τράπεζα οφείλει, κατά την εξυπηρέτηση του πελάτη της, τον ψηλότερο βαθµό εξειδικευµένης γνώσης, τη συνειδητή άσκηση των καθηκόντων της, διακριτικότητα, εχεµύθεια και προσπάθεια παροχής προτεραιότητας στην προστασία των συµφερόντων του.
-
Σύµφωνα µε µια άποψη, δηµιουργείται µια ενιαία σχέση προστασίας, από την οποία απορρέει η ενιαία αντιµετώπιση των υποχρεώσεων προστασίας, διαφώτισης, προειδοποίησης, παροχής -ορθών- συµβουλών, επιµέλειας κλπ. σε όλα τα επίπεδα, τα οποία προηγούνται ή ακολουθούν τον ενοχικό δεσµό.
-
Η τράπεζα, παραβιάζοντας τις παραπάνω υποχρεώσεις της υπέχει (ενδο)συµβατική ευθύνη και είναι δυνατό να απαλλαγεί, µόνο αν αποδείξει ότι κατά την εκτέλεση του έργου της επέδειξε ιδιαίτερα αυξηµένη και εξιδιασµένη επιµέλεια.
Ο Κώδικας Τραπεζικής Δεοντολογίας
-
Από τη µεριά της, η γενική συνέλευση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών το 1997, ενέκρινε οµόφωνα την υιοθέτηση του «Κώδικα Τραπεζικής ∆εοντολογίας», που σκοπό του είχε τον καθορισµό προτύπων καλής τραπεζικής πρακτικής, όπως αυτά διαµορφώνονται «από τα συναλλακτικά ήθη, το εθιµικό δίκαιο και τις διεθνώς παραδεδεγµένες αρχές δεοντολογίας, στα πλαίσια των κοινοτικών ρυθµίσεων, νοµοθετικών διατάξεων και αποφάσεων των εποπτικών αρχών» και µε απώτερο στόχο την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισµού µεταξύ των πιστωτικών ιδρυµάτων προς όφελος των πελατών τους. Στο τµήµα που πραγµατεύεται τις σχέσεις των τραπεζών µε τους πελάτες τους (άρθ. 1-83), γίνεται προσπάθεια να αναχθεί η υποχρέωση προστασίας των τελευταίων σε ύψιστη υποχρέωση των τραπεζών, που οφείλει να διατρέχει όλα τα στάδια της λειτουργίας των τραπεζικών συµβάσεων.
Η υποχρέωση πρόνοιας
-
Η τράπεζα, εκτός από ιδιωτική επιχείρηση επιτελεί και δηµόσια λειτουργία (ΕφΑθ 2214/2001, ∆ΕΕ 2001.620 = ΕΤρΑξΧρ∆ 2002.493) και ασκεί αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία µιας επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, στην οµαλή λειτουργία της εθνικής οικονοµίας (Γεωργιάδης Απ., Η κατ’ ΑΚ 919 ευθύνη της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, Ελλ∆νη 1992.55 και ΝοΒ 1992.485, 488, επ., 57, Κοτσίρης, Αρµ 1984.604, Μάνεσης / Μανιτάκης, Κρατικός παρεµβατισµός και Σύνταγµα – ‘Ελεγχος τραπεζών βάσει α.ν. 1665/1951 και Ν. 431/1976, ΝοΒ 1981.1999 επ. = in: Μάνεσης / Μανιτάκης / Παπαδηµητρίου, Η “υπόθεση Ανδρεάδη” και το οικονοµικό Σύνταγµα, 1991, σελ. 13 επ., 32-33.Λαδάς Π., Η προστασία του οφειλέτη στις τραπεζικές συναλλαγές, Ε.ΝΟ.Β.Ε. τεύχ. 19, 1993, σελ. 13 επ., 17).
-
Αυτός ο ρόλος της τράπεζας αφενός της προσδίδει σηµαντικές δυνατότητες επίδρασης στην πορεία του συναλλακτικά σχετιζόµενου πελάτη της και, αφετέρου, σηµαίνει ότι η άσκηση χρηµατοδοτικού έργου συνεπάγεται αυξηµένη ευθύνη, µέριµνα, επιµέλεια, εχεµύθεια και πληροφόρηση για τα συµφέροντα της χρηµατοδοτούµενης οικονοµικής µονάδας. Η ενάσκηση των δικαιωµάτων της τράπεζας, όπως απορρέουν από τη σχετική σύµβαση, πρέπει να επιτελείται µε επιµέλεια αλλά και διακριτικότητα, όπως επιβάλλεται από τις περιστάσεις (Βελέντζας, Τραπεζικό δίκαιο, 1992, σελ. 81-82, Κοτσίρης, Αρµ 1984.601 επ.).
-
Ακριβώς λόγω της σηµασίας της πιστωτικής λειτουργίας της τράπεζας και της επίδρασης που αυτή µπορεί να ασκήσει στο σύνολο της οικονοµίας µιας χώρας, γίνεται δεκτό ότι ασκεί «δηµόσια υπηρεσία». Η έννοια της δηµόσιας υπηρεσίας (Κοτσίρης, Αρµ. 1984.604 µε περαιτέρω παραποµπές για την έννοια της δηµόσιας υπηρεσίας: “service publique”) τονίζει ιδιαίτερα το ρόλο της τράπεζας ως θεσµού που εξυπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον και δηµιουργεί την ανάγκη ανάδειξης ιδιαίτερων επαγγελµατικών καθηκόντων και υποχρεώσεων συναλλακτικής ασφάλειας και προστασίας.
-
Έτσι, η τράπεζα, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έχει απέναντι στον αντισυµβαλλόµενο-πελάτη της, όπως απαιτεί άλλωστε και η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), τις αποκαλούµενες «υποχρεώσεις προνοίας» (Καραγκουνίδης, Αρµ 1995.442). Οι υποχρεώσεις αυτές εξειδικεύονται σε µια σειρά παρεπόµενων υποχρεώσεών της και, ειδικότερα, στην υποχρέωση προστασίας των περιουσιακών αγαθών του πελάτη της, ιδίως, όταν τα αγαθά αυτά είναι δυνατό, κατά την εκπλήρωση της παροχής, να κινδυνεύσουν, ακριβώς επειδή έχει αυξηµένη δυνατότητα να επεµβαίνει στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών της (ΕφΑθ 2214/2001, ∆ΕΕ 2001.620 = ΕΤρΑξΧρ∆ 2002.493).
Η υποχρέωση πίστης
-
Η ιδέα της υποχρέωσης πίστης βρίσκει το δογµατικό της θεµέλιο στην ανάγκη θεσµοθέτησης µιας σχέσης αυξηµένης εµπιστοσύνης, η οποία να εξισορροπεί την οικονοµική, νοµική ή κοινωνική ανισότητα ανάµεσα στα συµβαλλόµενα µέρη, µιας σχέσης, δηλαδή, που να επιρρίπτει την υποχρέωση προστασίας του ασθενέστερου στον ισχυρότερο αντισυµβαλλόµενο (∆έλλιος, Η προστασία του καταναλωτή στις τραπεζικές συναλλαγές, ΝοΒ 1992.812).
-
Η τραπεζική πίστη, που είναι ο πυρήνας της έννοιας του πιστωτικού ιδρύµατος, αποτελεί και αυτή εξειδίκευση του κανόνα της καλής πίστης (288ΑΚ). Κύριο και βασικό περιεχόµενο της υποχρέωσης πίστης είναι η γενική υποχρέωση της τράπεζας να ανταποκρίνεται πλήρως στην εµπιστοσύνη που ο πελάτης επιδεικνύει, όταν προστρέχει στις υπηρεσίες της (ίδ. ανωτέρω και υποχρέωση προστασίας), αποφεύγοντας κάθε ενέργεια ικανή να επιφέρει βλάβη στους πελάτες της (Κοτσίρης, Αρµ 1984.605, Βελέντζας, ∆ίκαιο τραπεζών, σελ. 80).
-
Η υποχρέωση αυτή δεν είναι γενική υποχρέωση, αλλά πρέπει να συνοδεύει τη συµπεριφορά της τράπεζας σε κάθε εξειδικευµένη περίπτωση συναλλαγής µε πελάτη της. Η ένταση και το περιεχόµενο της υποχρέωσης πίστης στις τραπεζικές συναλλαγές ποικίλλουν ανάλογα µε το είδος της συγκεκριµένης τραπεζικής δραστηριότητας, εµφανίζεται δε ιδιαίτερα αυξηµένη στην περιπτώσεις χορήγησης πιστώσεων αλλά και παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
-
‘Ετσι, η τράπεζα έχει υποχρέωση αφενός να φροντίζει να αποφεύγει βλαπτικές επενέργειες στη σφαίρα της περιουσίας του πελάτη της και, αφετέρου, να διαφωτίζει, να προειδοποιεί και να παρέχει ορθές συµβουλές.
-
Ειδικές υποχρεώσεις της τράπεζας που γεννά η σχέση εµπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις τραπεζικές συµβάσεις, σχετικές µε την τήρηση λογαριασµού και επιβάλλονται από την καλή πίστη (288 ΑΚ).
-
Η τράπεζα κατά την τήρηση ενός λογαριασµού έχει συγκεκριµένες υποχρεώσεις διαφορετικές από αυτές, τις οποίες γεννούν οι ενέργειες µε τις οποίες αυτός σχετίζεται. Πράγµατι, η τήρηση ενός λογαριασµού αποτελεί µία αυτόνοµη υπηρεσία συνδεδεµένη µε το άνοιγµα ενός λογαριασµού και όχι µε το σύνολο των υπηρεσιών, τις οποίες καλείται να παράσχει για την εκτέλεση των επιµέρους εγγραφών. Υπάρχει, λοιπόν, ευθύνη της τράπεζας για την τήρηση ενός λογαριασµού, η οποία προστίθεται στην ευθύνη η οποία δηµιουργείται από την εκτέλεση των ενεργειών οι οποίες απαιτούνται.
-
Στην πράξη, οι υποχρεώσεις της τράπεζας κατά την τήρηση ενός λογαριασµού δεν αποτελούν αντικείµενο ειδικότερης συµφωνίας µεταξύ των µερών, προκύπτουν κυρίως από επαγγελµατικούς κανόνες, και είναι οι ακόλουθες: η υποχρέωση ακρίβειας , η υποχρέωση συνέπειας, η υποχρέωση επικοινωνίας και η υποχρέωση παροχής συµβουλών.
Η υποχρέωση ακρίβειας
-
Η υποχρέωση ακρίβειας περιλαµβάνει την υποχρέωση της τράπεζας να τηρεί τους λογαριασµούς χωρίς -ανθρώπινα (ενδ: πίστωση από λάθος των οργάνων της τράπεζας. ΕφΘεσ 2312/1992, ΕΤρΑξΧρ∆ 1993.38) ή λογιστικά (ενδ: διπλή καταχώριση. ΕφΘεσ 283/1995, ΕΤρΑξΧρ∆ 1995.39) – λάθη και παραλείψεις (ενδ: αδιαφορία κατά τη διάρκεια του ελέγχου. ΕφΑθ 3807/1998, ΕΤρΑξΧρ∆ 1999.73).
-
Το πταίσµα της τράπεζας, το οποίο επισύρει την ευθύνη της, είναι δυνατό να συνίσταται είτε σε υλική πράξη -των οργάνων- της τράπεζας (περίπτωση χορήγησης µπλοκ επιταγών σε Ε.Π.Ε., η οποία προήλθε από µετατροπή Ο.Ε., που έφεραν, από λάθος εκτύπωση, ως δικαιούχο του λογαριασµού, την παλαιά Ο.Ε., αντιµετωπίζει η ΕφΚερκ 167/1998, ∆ΕΕ 1999.503, οπότε σε περίπτωση έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, ο κοµιστής τους δεν µπορεί να στραφεί κατά της Ο.Ε. και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οµορρύθµου εταίρου, γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παθητικής νοµιµοποίησης), ή να είναι ένα αριθµητικό λάθος(π.χ. πίστωση του λογαριασµού κατάθεσης ταµιευτηρίου από λάθος των οργάνων της τράπεζας (ΕφΘεσ 2312/1992, ΕΤραπ∆ 1993.38), ή διπλή πίστωση, από παραδροµή των υπαλλήλων τράπεζας, λογαριασµού ταµιευτηρίου µε το ίδιο ποσό σε δυο υποκαταστήµατα και διπλή είσπραξη του ποσού (ΠΠρΘεσ 218/1993, ΕΤρΑξΧρ∆ 1994.62) ή παράλειψη κάποιας ενέργειας (άρνηση τράπεζας να αποδώσει στους συνδικαιούχους το ποσό κατάθεσης σε κοινό λογαριασµό (επίσχεση), µέχρις ότου ο ένας από αυτούς εκπληρώσει την υποχρέωση, την οποία έχει απέναντί της, εξετάζει η Εφ∆ωδ 287/1996, ΕΤρΑξΧρ∆ 1998.380). Το πταίσµα περιλαµβάνει ακόµη και τις περιπτώσεις κακής εφαρµογής των κανόνων λογιστικής ή λάθους αναφορικά µε την αιτία των εγγραφών.
-
Η ευθύνη της τράπεζας σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων προστασίας : Οταν οι υποχρεώσεις προστασίας αποτελούν παρεπόµενες υποχρεώσεις από υφιστάµενη σύµβαση, η ευθύνη από την παράβαση των υποχρεώσεων της τράπεζας (έτσι, στα πλαίσια της σύµβασης ανοίγµατος πίστωσης, σε περίπτωση µη εκπλήρωσης παρεπόµενης υποχρέωσης, η τράπεζα υποχρεούται σε αποζηµίωση (άρθρο 330 ΑΚ) και ο πελάτης δικαιούται να προβεί σε καταγγελία, αντί υπαναχώρησης (άρθρα 382, 383 ΑΚ). Μητροπούλου, Η λειτουργία της σύµβασης ανοίγµατος πίστωσης, ΕΤρΑξΧρ∆ 2002.1, ιδίως, 36) ακολουθεί τους κανόνες της πληµµελούς (µη προσήκουσας) εκπλήρωσης της παροχής (Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 288, αρ. 22, Σταθόπουλος Μ., Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 2004, σελ. 1103, Ζέπο Π., Ενοχικόν ∆ίκαιον, Α’ Μέρος Γενικόν, 1955, σελ.594). ∆ηλαδή, εφαρµόζονται αναλογικά, σύµφωνα και µε τις ειδικότερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης, οι διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν (ενδο)συµβατική ευθύνη ή/και αδικοπρακτική ευθύνη.
-
Ειδικά όσον αφορά την αδικοπρακτική ευθύνη, πρέπει να σηµειωθούν τα ακόλουθα: Η παραβίαση ενοχικής σύµβασης εκ µέρους κάποιου από τους συµβαλλόµενους, και όταν αυτή γίνεται µε υπαίτια πράξη ή παράλειψή του ή των προσώπων, τα οποία χρησιµοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, δεν συνιστά αυτή καθαυτή αδικοπραξία, µε την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. ∆εν γεννά, πέρα από τις αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη σύµβαση, και αξίωση αποζηµίωσής του βάσει του 914 ΑΚ, εκτός, ίσως, αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, µε την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύµβαση, λαµβάνουσα χώρα και χωρίς τη συµβατική σχέση, θα ήταν παράνοµη ως αντικείµενη στο γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλεται από το νόµο, να µη ζηµιώνει κανείς άλλον υπαίτια. Προϋποθέσεις δηλαδή της αδικοπραξίας είναι η ύπαρξη ζηµιάς από παράνοµη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη, εφόσον µεταξύ τους υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, καθώς πρόκειται για λευκό κανόνα, γιατί παραπέµπει στο σύνολο της νοµοθεσίας (ΠΠρΘεσ 218/1993, ΕΤρΑξΧρ∆ 1994.62).
-
Προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης: Εφαρµοστέοι είναι οι κανόνες, οι οποίοι διέπουν κάθε ενοχή προς αποζηµίωση (ΑΠ 555/1999, ∆ΕΕ 2000.190, ΑΠ 1449/1998, ∆ΕΕ 1999.198). Για δε τη θεµελίωση της αξίωσης του πελάτη εναντίον της τράπεζας απαιτείται (ΑΠ 118/2002, ∆ΕΕ 2002.722):
α. υπαίτια παράβαση συγκεκριµένης υποχρέωσης προς προστασία (άρθρο 330 ΑΚ),
β. ύπαρξη ζηµίας στην περιουσία του οφειλέτη ή µείωση ή αποφυγή αύξησης της περιουσίας του και
γ. ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (συνδέσµου) ανάµεσα στη ζηµία και στη συµπεριφορά της τράπεζας.
-
Ειδικότερα η ευθύνη της τράπεζας λόγω συµπεριφοράς αντίθετης στα χρηστά ήθη.
-
Ευθύνη κατ’άρθρο 919 ΑΚ.: Σύµφωνα µε το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος µε πρόθεση ζηµίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει.
-
Η διάταξη αυτή είναι ειδική και συµπληρωµατική της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ (Γεωργιάδης Απ., σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 919, αρ. 1. ΠΠρΑθ 4941/2004, ΕΕµπ∆ 2004.517, ΕφΠειρ 110/2005, ΠειρΝοµ 2005.154), αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ευθέως, δεν προσβλήθηκε ορισµένο δικαίωµα ή προστατευόµενο συµφέρον ούτε υφίσταται παράβαση διάταξης νόµου, αλλά το αίσθηµα δικαίου απαιτεί αποκατάσταση της ζηµίας. Η ειδική µορφή αδικοπραξίας του άρθρου 919 ΑΚ είναι ευρύτερη και δεν καλύπτεται εννοιολογικά από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία αναφέρεται, σύµφωνα µε τη νοµολογία, µόνο στην άσκηση δικαιώµατος µε τη στενή νοµικοτεχνική έννοια του όρου και όχι και σε παράλειψη άσκησης ορισµένου δικαιώµατος, νόµιµου ή συµβατικού, που επιχειρείται δυνάµει της γενικής ατοµικής ελευθερίας (ΑΠ 211/1980, ΝοΒ 1980.1483, ΑΠ 214/1972, ΝοΒ 1972.901, ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45. Βλ. και Παπανικολάου, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992.511). Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις εφαρµογής της είναι (Γεωργιάδης Απ., σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 919, Γαζή / Χιωτέλλη, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992.467, Παπανικολάου, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992.509, Ρόκα Ν., Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992.503. Βλ. και ΑΠ 604/2005, (αδηµ), ΑΠ 223/2004 (αδηµ), ΠΠρΑθ 4941/2004, ΕΕµπ∆ 2004.517, ΜΠρΚερκ 317/2003, Αρµ 2004.1186, ΜΠρΠειρ 3396/2003, ΝοΒ 2003.1463=ΕΤρΑξΧρ∆ 2004.401):
α. συµπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη, η οποία ανάγεται είτε σε άσκηση δικαιώµατος, είτε όχι), η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη (για την έννοια των χρηστών ηθών, βλ. Λαδά, Η ακυρότης της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, 1979, σελ. 53 επ),
β. η συµπεριφορά αυτή να συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζηµιάς, έστω και µε τη µορφή του ενδεχόµενου δόλου,
γ. να προκλήθηκε πραγµατικά ζηµία σε άλλον και
δ. να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια (σύνδεσµος) ανάµεσα στη συµπεριφορά του δράστη και στη ζηµία (ΑΠ 598/1986 ΝοΒ 1987.370, ΑΠ 211/1980, ΝοΒ 1987.370, ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45), υπό την έννοια ότι η ως άνω συµπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζηµίας, ήταν καθεαυτή και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγµάτων, να την επιφέρει, ήτοι η ζηµία στη συγκεκριµένη περίπτωση να µπορεί να αποδοθεί, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας στην αιτιώδη δυναµικότητα της συµπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συµπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη και επαρκή αιτία της ζηµίας (ΑΠ 925/1991, Αρµ.1992.115=ΕΕµπ∆ 1992.32).
-
Από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει ότι δεν προσαπαιτείται ο δράστης να προέβη στη ζηµιογόνο πράξη ή παράλειψη µε µόνο σκοπό τη ζηµία του άλλου, αλλά αρκεί η γνώση του, ότι µε τη συµπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση της ζηµίας στον άλλο, και, παρόλα αυτά, αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτή, αποδεχόµενος το –έστω, µη σκοπούµενο- αυτό ενδεχόµενο (ΑΠ 297/1959, ΝοΒ 1959.1015, ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45). Ενίοτε δε, δεν απαιτείται κάν η αποδοχή του επιζήµιου αποτελέσµατος, αλλά αρκεί µόνο η γνώση αυτού από τον ζηµιώσαντα (ΑΠ 672/1993, Ελλ∆νη 1994, 1271).
Τα Χρηστά Ήθη
-
Τα χρηστά ήθη είναι αόριστη νοµική έννοια. Το περιεχόµενό της διαµορφώνεται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από τον εφαρµοστή του δικαίου για το τι επιβάλλουν τα χρηστά ήθη. Για τη συγκεκριµενοποίηση της έννοιας των χρηστών ηθών, η κρατούσα γνώµη χρησιµοποιεί ορισµένα γενικά κριτήρια, που αποτελούν τη γέφυρα µεταξύ της αόριστης έννοιας των χρηστών ηθών και της ατοµικής συµπεριφοράς. Έτσι, αντίθεση προς τα χρηστά ήθη υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειµενική κρίση, σύµφωνα µε τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εµφρόνως σκεπτοµένου κοινωνικού ανθρώπου” (ΕφΑθ 6292/1999, ∆ΕΕ 2001.185, ΑΠ 1023/1993, Ελλ∆νη 1993.1564), η συµπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεµελιώδεις δικαιϊκές αρχές (θεµελιώδεις ηθικές πνευµατικές, πολιτειακές, οικονοµικές κ.α. αντιλήψεις), πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (γνωστό ως κριτήριο της «δηµόσιας τάξης». Βλ. σχετ. Γεωργιάδης Απ., Η κατ’ ΑΚ 919 ευθύνη της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, Ελλ∆νη 1992.55, 57, ∆εληγιάννης / Κορνηλάκης, Ειδικό ενοχικό δίκαιο, ΙΙΙ, 1992, σελ. 144, Καυκάς, Ενοχικόν δίκαιον, άρθρο 919, σελ. 775, ΑΠ 598/1986, ΝοΒ 1987.370, ΑΠ 211/1980, ΝοΒ 1980.1483).
-
Για να διαπιστωθεί, περαιτέρω, η αντίθεση στα χρηστά ήθη, η συµπεριφορά του δράστη πρέπει να εξετάζεται συνολικά και όχι µεµονωµένα µόνο τα αίτια που τον οδήγησαν στη συγκεκριµένη ενέργειά του. Πρέπει δηλ. να ελέγχεται το σύνολο των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η προβαλλόµενη ως επιλήψιµη συµπεριφορά του, και οι οποίες σχετίζονται µε τους σκοπούς, τα κίνητρα, τα µέσα και τις µεθόδους που χρησιµοποίησε, αναφορικά, πάντοτε, µε τα κρατούντα χρηστά ήθη ( ΑΠ 211/1980, ΝοΒ 1980.1483, ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45, ΑΠ 1346/2000, ∆ΕΕ 2001.735).
-
Αυτός, ο οποίος ζηµιώθηκε µε τη συνδροµή των παραπάνω προϋποθέσεων του άρθρου 919 ΑΚ635, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αυτοτελή αγωγή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 919 ΑΚ (ΑΠ 598/1986, ΝοΒ 1987.370), ζητώντας την αποκατάσταση της ζηµίας του. Αυτή η ζηµία του µπορεί να είναι είτε υλική, µε τη µορφή θετικής ζηµίας -η οποία ισούται µε τη µείωση της περιουσίας του-, ή µε τη µορφή αποθετικής ζηµιάς από τη µη επαύξηση της περιουσίας του, είτε ηθική, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται ανάλογη χρηµατική ικανοποίηση (µάλιστα, η ηθική βλάβη µπορεί να συµβεί και στα νοµικά πρόσωπα, ΑΠ 1043/1987, ΝοΒ 1988.1432, ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45).
-
Στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών, ειδικότερα, η εφαρµογή της 919 ΑΚ βασίζεται στη δηµιουργούµενη σύνθετη σχέση αφενός µεταξύ τράπεζας και πελάτη και αφετέρου στην αντανακλαστική ενέργεια της σχέσης αυτής προς τους τρίτους.
-
Έτσι, όταν οι τράπεζες, µε τη συµπεριφορά τους, όπως αυτή εκδηλώνεται µέσω των αρµόδιων οργάνων τους, ενεργούν κατά τρόπο που βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη προκαλώντας, έτσι, ζηµία στον αντισυµβαλλόµενο-πελάτη τους, έχουν υποχρέωση, κατ’ εφαρµογήν του άρθρου 919 ΑΚ, να αποζηµιώσουν τον ζηµιωθέντα.
-
Καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη κρίθηκε η συµπεριφορά τράπεζας, η οποία υπό την απειλή πλειστηριασµού υποχρέωσε τον οφειλέτη στην καταβολή µη εκκαθαρισµένης και ληξιπρόθεσµης απαιτήσεώς της (ΜΠρΠειρ 3396/2003, ΝοΒ 1463 και ΕφΑθ 770/1991, ΕΕµπ∆ 1992.45).
Βάρος απόδειξης
-
Σχετικά µε το βάρος απόδειξης των περιστατικών, τα οποία θεµελιώνουν την ευθύνη υποστηρίζεται η αναλογική εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 336, 342, 363 ΑΚ για την ενδοσυµβατική ευθύνη, τα οποία οδηγούν σε νόθο αντικειµενική ευθύνη, δηλαδή σε αντιστροφή του βάρους απόδειξης της υπαιτιότητας, άρα σε υποχρέωση της τράπεζας να αποδεικνύει την έλλειψη υπαιτιότητάς της (Canaris, Bankvertragsrecht, § 82, Kαραγκουνίδης, Αρμ 1995.448-449, με αναφορές). Κάτι τέτοιο, εξάλλου, δικαιολογείται από την εκ των πραγµάτων αποδεικτική δυσκολία που αντιµετωπίζει ο κάθε πελάτης ως αντισυµβαλλόµενος της τράπεζας λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει το τραπεζικό σύστηµα τόσο οργανωτικά όσο και νοµικά.
-
Σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής, πλέον προστατεύεται με ένα αξιόλογο πλέγμα διατάξεων εκ του ν. 2251/1994 που παρέχει σε αυτόν δικαιώματα προστασίας έναντι των καταχρηστικών και εν γένει παράνομων συμπεριφορών του κάθε προμηθευτή. Ειδικότερα δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6,8 και 10 παρ.16 περ.Β. 2251/1994 (παλαιότερα § 9) εθεωρείτο αρχικώς, πως έχει εφαρμογή μόνο στις συλλογικές αγωγές που καταθέτουν οι Ενώσεις Καταναλωτών. Ωστόσο, πλέον η νομολογία με ορθή αιτιολογία κρίνει πως υπάρχει έδαφος εφαρμογής της διάταξης αυτής και στις ατομικές αγωγές των καταναλωτών, όταν αυτοί δικαιούνται να αξιώσουν αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.
-
Συγκεκριμένα έχει κριθεί [ΕφΑθ 2386/2006 ΕλΔ 2006 σ. 1467. Πρβλ. και την ΕφΛαρ 565/2003 Δικογραφία 2004 σ. 91 που και αυτήν επιτρέπει την εφαρμογή της διάταξής αυτής σε ατομική αγωγή καταναλωτών], πως επιβάλλεται για την προστασία του καταναλωτή στην περίπτωση ατομικής αγωγής η εφαρμογή του άρθρου 10 § 9 ν. 2251/1994 (πλέον άρθρο 10 § 16), προκειμένου ο καταναλωτής να αξιώσει την αποζημίωση ηθικής βλάβης. Η νομολογία έμμεσα διατύπωσε συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι υποδεικνύουν την ορθότητα και την ανάγκη εφαρμογής της διάταξης αυτής στις ατομικές αγωγές των καταναλωτών, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να συρρέουν οι λόγοι αυτοί [Βλ. αναλυτικότερα τους λόγους σε Βενιέρη, παρατηρήσεις σε ΕφΑθ 2386/2006 ΧρΙΔ 2007 σ. 616]:
-
Διάψευση της πίστης του καταναλωτή. Ο καταναλωτής έχει συγκεκριμένη εμπιστοσύνη στον αντισυμβαλλόμενό του. Η προστασία της εμπιστοσύνης αυτής και η αποκατάσταση της βλάβης της κατοχυρώνεται με την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης.
-
Συμπεριφορά του προμηθευτή σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη. Επαναλαμβάνεται πως ο κάθε αντισυμβαλλόμενος, οφείλει να μην εξέρχεται με τις πράξεις του από τα όρια, τα οποία ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά ήθη. Ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή που εξέρχεται αυτών των ορίων επιτείνει την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή, καθώς εκ της θέσεώς του είναι πιο αδύναμος συναλλακτικά [ Βλ. αντί άλλων σε Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου, ΙΙ, σ. 12επ., 47επ., όπου αναπτύσσει τους λόγους συναλλακτικής αδυναμίας του καταναλωτή.].
-
-
Επιδίωξη προστασίας και του μεμονωμένου καταναλωτή. Με την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης και στις ατομικές αγωγές πέραν των συλλογικών αγωγών επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά και ορθολογικά η προστασία των γενικότερων και συλλογικών συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Σημειώνεται πως με την εφαρμογή (και) αυτής της διάταξης στις ατομικές αγωγές επιδιώκεται η προστασία «των οικονομικών συμφερόντων του μεμονωμένου καταναλωτή ατομικά».
-
Εξυπηρέτηση του νομοθετικού σκοπού. Η εφαρμογή του άρθρου 10 § 16 περ. β επιβάλλεται εκ των σκοπών του νομοθέτη, που είναι η διαμόρφωση ικανοποιητικού και αποτελεσματικού-ολοκληρωμένου πλέγματος προστασίας του καταναλωτή από κάθε παράνομη ενέργεια των προμηθευτών.
-
Κοινοτική επιταγή για κατάλληλα μέσα προστασίας του καταναλωτή. Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και οι κοινοτικές επιταγές εκ του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Τα κράτη μέλη καλούνται με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ άρθρο 7 § 1 και 2, να μεριμνούν, ώστε να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις καταναλωτικές συμβάσεις. Μέσω της εφαρμογής της παραπάνω διάταξης και στις ατομικές πέραν των συλλογικών αγωγών παρέχεται ακόμα ένα αποτελεσματικό και άμεσο μέσο προστασίας του καταναλωτή και αποτροπής παράνομων συμπεριφορών από τον αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή.
-
vi) Συναλλακτική αδυναμία και οικονομική-διανοητική κατωτερότητα του καταναλωτή. Ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή έχει οικονομική υπεροχή, υποδομή και οργάνωση [Ο καταναλωτής διακρίνεται από έντονο οργανωτικό έλλειμμα έναντι του οργανωμένου, με ειδικό στελεχιακό δυναμικό προμηθευτή, Περάκης, Η έννοια του καταναλωτή κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995 σ. 34.] που κάμπτουν καθοριστικά την διαπραγματευτική δύναμη του καταναλωτή και τις αντιστάσεις του [Ο καταναλωτής διακρίνεται από ερασιτεχνισμό ενώ ο προμηθευτής από ισχυρό επαγγελματισμό ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή και διαπραγμάτευση, Σταθόπουλος, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, Ι, σ. 40. Βλ. και Δέλλιο, ό.π. ΕπισκΕΔ 2002 σ. 355.]. Ο καταναλωτής δεν έχει ούτε την οικονομική δυνατότητα εμβάθυνσης και ενημέρωσης [Βλ. Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα ιδιωτικού δικαίου, ΙΙ, σ. 31επ. που τονίζει τον γνωσιολογικό έλλειμμα του καταναλωτή.], ούτε την εμπειρία και την γνωστική αρτιότητα του προμηθευτή [Ο προμηθευτής βρίσκεται σε διαπραγματευτική υπεροπλία έναντι του καταναλωτή, Περάκης, ό.π. ΔΕΕ 1995 σ. 34.] ούτε και τον χρόνο ή την διάθεση να σταθεί συναλλακτικά ως ίσος [ Ο Δέλλιος, ό.π. σ. 53επ., τονίζει πως ο καταναλωτής συχνά αδρανεί, αμελεί και δεν αντιδρά ακόμα και εκεί που θα μπορούσε, δίνοντας ένα ακόμα συναλλακτικό πλεονέκτημα στον προμηθευτή. Τονίζει επιπλέον πως αυτή η ευνοϊκή κατάσταση για τον προμηθευτή οφείλεται στην «καταλυτικά αποθαρρυντική επίδραση που ασκεί πάνω του η επίγνωση του αγεφύρωτου χάσματος δυνατοτήτων (γνωστικών, οργανωτικών ή εναλλακτικών) που τον χωρίζει από τον χρήστη των ΓΟΣ».]. Η εξισορρόπηση της κατάστασης αυτής και η προστασία του καταναλωτή είναι δυνατές μέσω της εφαρμογής στις ατομικές αγωγές του άρθρου 10 § 16 περ. β του ν. 2251/1994.